-
1 θελκτικός
θελκτικός, dasselbe, τὰ ϑελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάϑη Schol. Pind. P. 1, 21.
-
2 θελκτικός
η, ό[ν] привлекательный; обаятельный, очаровательный; чарующий, пленительный -
3 θελκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτικός
-
4 θελκτικός
appétissant -
5 θελκτικός
ponętny przym. -
6 θελκτικός
1) lákavý2) vábný -
7 θελκτικός
seductiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θελκτικός
-
8 θελκτικά
θελκτικόςneut nom /voc /acc plθελκτικά̱, θελκτικόςfem nom /voc /acc dualθελκτικά̱, θελκτικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 θελκτικόν
θελκτικόςmasc acc sgθελκτικόςneut nom /voc /acc sg -
10 θελκτικαί
θελκτικόςfem nom /voc pl -
11 θελκτικωτάτη
θελκτικόςfem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
12 θελκτικήν
θελκτικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
13 θελκτικώτερα
θελκτικόςneut nom /voc /acc comp pl -
14 θελκτική
-
15 θελκτικῇ
-
16 θελκτικής
-
17 θελκτικῆς
-
18 θελκτικαίς
-
19 θελκτικαῖς
-
20 θελκτικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θελκτικός — ή, ό (Α θελκτικός, ή, όν) [θέλγω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»). επίρρ... θελκτικώς και ά με ελκυστικό τρόπο … Dictionary of Greek
θελκτικός — ή, ό γοητευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θελκτικά — θελκτικός neut nom/voc/acc pl θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc/acc dual θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικόν — θελκτικός masc acc sg θελκτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικαῖς — θελκτικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικαί — θελκτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικοῖς — θελκτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικωτάτη — θελκτικός fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικῆς — θελκτικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικῇ — θελκτικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικήν — θελκτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)