-
1 θεητής
-
2 θεᾱτής
θεᾱτής, ὁ, Zuschauer; Eur. Ion 301; Ar. Nubb. 575; Thuc. 3, 38; übertr., τοῦ ἀληϑοῦς Arist. eth. 1, 7; ion. ϑεητής, Her. 3, 139.
См. также в других словарях:
θεητής — θεητής, ὁ (Α) ιων. τ. τού θεατής* … Dictionary of Greek
θεατής — Τίτλος διαφόρων εντύπων. Τα πιο αξιόλογα είναι μία αθηναϊκή εφημερίδα (1868), μία εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (1868), μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου (1891) και τρία αθηναϊκά περιοδικά (1836, 1925 41, 1958 61). * * * ο (Α θεατὴς, ιων.… … Dictionary of Greek