Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεημάχος

См. также в других словарях:

  • θεημάχος — θεημάχος, ον (Α) ιων. τ. τού θεομάχος* …   Dictionary of Greek

  • θεημάχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχον — θεημάχος masc/fem acc sg θεημάχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχα — θεημάχος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχε — θεημάχος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχους — θεημάχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»