Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θεηκολος

См. также в других словарях:

  • θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… …   Dictionary of Greek

  • θεηκόλους — θεήκολος priest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηκόλῳ — θεήκολος priest masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηκολώ — θεηκολῶ και θεοκολῶ, έω (Α) [θεηκόλος] είμαι θεηκόλος*, ιερέας …   Dictionary of Greek

  • θεηκόρος — θεηκόρος, ὁ (Α) θεηκόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρ. τού θεηκόλος*] …   Dictionary of Greek

  • θεοκόλος — και θεηκόλος, ό (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος) …   Dictionary of Greek

  • θεηκολεών — θεηκολεών, ῶνος, ὁ (Α) [θεηκόλος] κατοικία θεηκόλου*, ιερέως …   Dictionary of Greek

  • θεηπόλος — θεηπόλος, ον (Α) αυτός που υπηρετεί τον θεό, ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] …   Dictionary of Greek

  • θειοπόλος — θειοπόλος, ὁ (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοπόλος — θεοπόλος, ὁ, ἡ (Α) θεηπόλος, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»