Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θεατικός

См. также в других словарях:

  • θεατικός — θεατικός, ή, όν (Α) [θεατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεάσθαι, στην όραση, στην παρατήρηση («δύναμις θεατικὴ τινῶν» η δύναμη μερικών στο να παρατηρούν, να βλέπουν, Αρρ.) …   Dictionary of Greek

  • θεατικῆς — θεατικός for seeing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατικήν — θεατικός for seeing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»