1 θεήλατος
θεηλάτου βοὸς δίκην A.Ag. 1297
θ. δαίμονες Plu.2.830f
φθορή Hdt.7.18
νόσους δ' ἀνάγκη τὰς θ. φέρειν Id.Fr. 680
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεήλατος