-
1 θαυματοποιού
θαυματοποιέωdo wonders: pres imperat mp 2nd sg (attic)θαυματοποιέωdo wonders: imperf ind mp 2nd sg (attic)θαυματοποιόςwonder-working: masc /fem /neut gen sg -
2 θαυματοποιοῦ
θαυματοποιέωdo wonders: pres imperat mp 2nd sg (attic)θαυματοποιέωdo wonders: imperf ind mp 2nd sg (attic)θαυματοποιόςwonder-working: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
θαυματοποιοῦ — θαυματοποιέω do wonders pres imperat mp 2nd sg (attic) θαυματοποιέω do wonders imperf ind mp 2nd sg (attic) θαυματοποιός wonder working masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιία — η (Α θαυματοποιία) [θαυματοποιός] το έργο τού θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.) αρχ. 1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο 2. θαυμάσιο έργο, θαύμα … Dictionary of Greek
θαυματουργώ — και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, έω) [θαυματουργός] κάνω θαύματα νεοελλ. 1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες 2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί») αρχ. 1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα οι … Dictionary of Greek
θαύμακτρον — θαύμακτρον, τό (Α) χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή τού γιατρού» κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
παροφθαλμιστικός — ή, όν, Α [παροφθαλμιστής] (το θηλ. ως ουσ.) ἡ παροφθαλμιστική η τέχνη τού θαυματοποιού, η ταχυδακτυλουργία … Dictionary of Greek
σκληροπαίκτης — ὁ, Α είδος γόητα, θαυματοποιού ή γελωτοποιού … Dictionary of Greek
τζιπ — το, Ν άκλ. (στρ. τεχνολ.) επιτυχημένο ελαφρό όχημα τού Β Παγκόσμιου Πολέμου που χρησιμοποιήθηκε μετά τον πόλεμο και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα για στρατιωτικές και μη εφαρμογές και τού οποίου κύρια χαρακτηριστικά είναι η δυνατότητα … Dictionary of Greek