-
1 восторг
восторг м ο θαυμασμός, ο ενθουσιασμός я в \восторге от... πίμαι κατενθουσιασμένος από... приходить в \восторг ενθουσιάζομαι* * *мο θαυμασμός, ο ενθουσιασμόςя в восто́рг е от... — είμαι κατενθουσιασμένος από…
приходи́ть в восто́рг — ενθουσιάζομαι
-
2 восхищение
-
3 удивление
удивление с о θαυμασμός, η έκπληξη- η κατάπληξη (изумление)* * *сο θαυμασμός, η έκπληξη; η κατάπληξη ( изумление) -
4 преклонение
преклонениес ὁ θαυμασμός, ἡ λατρεία:\преклонение перед талантом ὁ θαυμασμός τοῦ ταλέντου. -
5 восторг
восторгм ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ θαυμασμός, ἡ ἔκσταση [-ις]:приводить в \восторг προκαλώ τόν ἐνθουσιασμό (или τόν θαυμασμό)· приходить в \восторг ἐνθουσιάζομαι· быть в \восторге εἶμαι κατενθουσιασμένος. -
6 восторженность
восторженн||остьж ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ ἔξαρση[ις], ὁ θαυμασμός. -
7 восхищение
восхищениес ὁ θαυμασμός, ἡ ἔκσταση [-ις]:прийти в \восхищение от чего́-л. καταγοητεύομαι, μένω ἐκθαμβος. -
8 обожание
обожа||ниес ἡ λατρεία, ὁ θαυμασμός. -
9 поклонение
поклонениес1. ἡ λατρεία, ἡ προσκύ-νηση [-ις]·2. перен ὁ θαυμασμός. -
10 почитание
почита||ниес τό σέβας, ὁ σεβασμός / ἡ λατρεία, ὁ θαυμασμός (таланта). -
11 удивление
удивлени||ес ἡ ἔκπληξη [-ις], ἡ κατάπληξη [-ις], ὁ θαυμασμός:к моему́ великому \удивлениею προς μεγάλην μου ἔκπληξη· быть вие себя от \удивлениея εἶμαι κατάπληκτος, εἶμαι ἔκθαμβος· смотреть с \удивлениеем на кого-л. κυττάζω μέ περιέργεια κάποιον разинуть рот от \удивлениея разг μένω ἔκ-πληκτος, μένω μέ ἀνοιχτό τό στόμα· всем на \удивлениее προς μεγάλην ἔκπληξιν ὅλων. -
12 восхищение
[βασχιστσιένιιε] ουσ. ο. θαυμασμός -
13 восхищение
[βασχιστσιένιιε] ουσ ο θαυμασμός -
14 восторженность
-и θ.ενθουσιασμός, έπαρση, έξαρση• θαυμασμός. -
15 восхищение
-я ουδ.θαυμασμός, έκσταση, έξαρση• αγαλλίαση. -
16 любование
-я ουδ.θαυμασμός• εντυπωσιαση. -
17 преклонение
-я ουδ.1. παλ. χαμήλωμα• υποστολή•преклонение главы χαμήλωμα του κεφαλιού•
знамн υποστολή των σημαιών.
2. υπόκλιση, σεβασμόςθαυμασμός. -
18 удивление
-я ουδ.έπληξη• ξάφνιασμα• απορία ζωηρή• θαυμασμός.εκφρ.на удивление – για θαύμα, για να θαυμάζει κανένας.
См. также в других словарях:
θαυμασμός — marvelling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασμός — και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) [θαυμάζω] το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός νεοελλ. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο μσν. τρομάρα, λαχτάρα … Dictionary of Greek
θαυμασμός — ο 1. έκπληξη για κάτι το εξαιρετικό, το υπέροχο: Παρατηρώ με θαυμασμό. – Καταλαμβάνομαι από θαυμασμό. 2. βαθιά εκτίμηση και σεβασμός: Εμπνέω θαυμασμό. – Εκφράζω το θαυμασμό μου προς το δάσκαλό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυμασμοί — θαυμασμός marvelling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασμοῦ — θαυμασμός marvelling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασμῶ — θαυμασμός marvelling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασμῶν — θαυμασμός marvelling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασμῷ — θαυμασμός marvelling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασμόν — θαυμασμός marvelling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρωολατρία — η 1. η λατρεία που προσφέρεται στους ήρωες, ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν ήρωα (ζωντανό ή νεκρό) 2. η λατρεία ή ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν θνητό που αγγίζει τα όρια τής λατρείας ηρώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ηρωολάτρης (και όχι από ήρως +… … Dictionary of Greek
άγη — ἄγη, η (Α) [ἄγομαι] 1. με τη σημασία «θαυμασμός», «έκπληξη», μόνο στον Όμηρο, στη φρ. «ἄγη μ’ ἔχει» 2. φθόνος, ζήλεια, κακία … Dictionary of Greek