-
1 θαυμαζομένη
θαυμάζωwonder: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————θαυμάζωwonder: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 θαυμαζομένῃ
Βλ. λ. θαυμαζομένη
См. также в других словарях:
θαυμαζομένη — θαυμάζω wonder pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαζομένῃ — θαυμάζω wonder pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγδος — λύγδος, ἡ (Α) λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτρα («διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. δος (πρβλ. μόλυβ δος, κίβ δος) και συνδέεται… … Dictionary of Greek