1 θαρσήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρσήεις
ωκήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) ὠκύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς, οξύς» + κατάλ. ήεις (πρβλ. θαρσ ήεις)] … Dictionary of Greek