-
1 θαρρ-
новоатт. = θαρσ-
См. также в других словарях:
επιθαρρύνω — ἐπιθαρρύνω και ἐπιθαρσύνω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θαρρ ύνω (< θάρρος)] … Dictionary of Greek
εψαλέος — ἑψαλέος, η, ον (Α) 1. βραστός, βρασμένος 2. κατάλληλος για βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. αλεος* (πρβλ. διψ αλέος, θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
νηφαλέος — νηφαλέος, α, ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, έα, ον) 1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος 2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός. επίρρ... νηφαλέως (ΑΜ) με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ.… … Dictionary of Greek
νουσαλέος — νουσαλέος, α, ον (Α) νοσηρός, νοσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
οκναλέος — ὀκναλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) οκνηρός. επίρρ... ὀκναλέως (Α) με οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
ριμφαλέος — α, ον, Α ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, οτρ αλέος)] … Dictionary of Greek
σκωπαλέος — α, ον, Α αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
σμερδαλέος — α, ον, θηλ. και η, Α 1. φοβερός στην όψη, φρικαλέος 2. φρικτός στην ακοή, τρομερός («σμερδαλέον δ ἐβόησε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σμερδ αλέος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)mer d «φθείρω, αφανίζω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. smerzan «προκαλώ… … Dictionary of Greek
φοιταλέος — έα, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία 2. (κατ επέκτ.) μανιώδης, παράφρων 3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός 4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος,… … Dictionary of Greek
φυσαλέος — α, ον, Α αυτός που έχει πολύ αέρα, πολύ δυνατό φύσημα ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
ωκαλέος — η, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύς, ὀξύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς, οξύς» + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek