Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θαρραλέᾳ

См. также в других словарях:

  • θαρραλέα — θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc pl (attic) θαρραλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc/acc dual (attic) θαρραλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλέᾳ — θαρραλέαι , θαρσαλέος daring fem nom/voc pl (attic) θαρραλέᾱͅ , θαρσαλέος daring fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλέαν — θαρραλέᾱν , θαρσαλέος daring fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλέος — α, ο επίρρ. α ο γεμάτος θάρρος: Θαρραλέα έκφραση γνώμης. – Απάντησε θαρραλέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

  • αντιμετωπίζω — (Μ ἀντιμετωπῶ, έω) στέκομαι αντιμέτωπος, αποκρούω κάποιον νεοελλ. 1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα 2. υπομένω θαρραλέα ή καρτερικά μια δύσκολη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμέτωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αρρενωπός — ή, ό (AM ἀρρενωπός, ή, όν) 1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση 2. επίρρ. ἀρρενωπῶς θαρραλέα, σταθερά αρχ. (για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + ωπος < ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ,… …   Dictionary of Greek

  • δερβίσικος — και ντερβίσικος, η, ο [δερβίσης] Ι. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δερβίση 2. ο θαρραλέος II. επίρρ. δερβίσικα 1. με τρόπο που ταιριάζει σε δερβίση 2. θαρραλέα …   Dictionary of Greek

  • ευκάρδιος — εὐκάρδιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός 2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής 3. ο καλός για το στομάχι 3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός. επίρρ... εὐκαρδίως με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.… …   Dictionary of Greek

  • θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»