-
1 θαρραλέα
θαρσαλέοςdaring: neut nom /voc /acc pl (attic)θαρραλέᾱ, θαρσαλέοςdaring: fem nom /voc /acc dual (attic)θαρραλέᾱ, θαρσαλέοςdaring: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θαρραλέαι, θαρσαλέοςdaring: fem nom /voc pl (attic)θαρραλέᾱͅ, θαρσαλέοςdaring: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θαρραλέᾳ
Βλ. λ. θαρραλέα -
3 θαρραλέα
επίρρ. храбро, смело, отважно, бесстрашно -
4 θαρραλέα
boldlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θαρραλέα
-
5 θαρραλέαν
θαρραλέᾱν, θαρσαλέοςdaring: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 θαρσαλεον
новоатт. θαρρᾰλέον τό1) уверенность, безопасность(θ. καὴ δραστήριον Plut.)
2) несомненность, надежностьτὰ θαρραλέα Plat. — вопрос, не вызывающий сомнения, нечто верное, безопасное дело
-
7 бодро
бодронареч ζωηρά, θαρραλέα/ μέ ζωντάνια, μέ κέφι (с живостью). -
8 θαρραλέος
α, ο[ν] храбрый, смелый, отважный, бесстрашный;θαρραλέα κριτική — смелая критика
-
9 courageously
adverb θαρραλέα -
10 pluckily
adverb θαρραλέα -
11 залихватски
επίρ.αγέρωχα, θαρραλέα, τολμηρά. -
12 лицо
-а, πλθ. лица ουδ.1. πρόσωπο•черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•
круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•
угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•
выражение -а έκφραση του προσώπου.
2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.
3. άτομο, άνθρωπος•соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•
историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•
официальное лицо επίσημο πρόσωπο.
|| φυσιογνωμία•романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.
4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.
|| πρόσοψη κτιρίου.5. (γραμμ.) το πρόσωπο•глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.
εκφρ.в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•в - – στο πρόσωπο•от -а – εξ ονόματος, από μέρους•перед -ом – μπροστά, ενώπιον•- ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•- ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•- а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•- ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω. -
13 смело
επίρ. θαρραλέα, τολμηρά. || ασύστολα, θαρρετά.-ей! περισσότερο θάρρος! πιο θαρρετά! πιο θάρρος! -
14 boldly
1) γενναία2) θαρραλέα
См. также в других словарях:
θαρραλέα — θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc pl (attic) θαρραλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc/acc dual (attic) θαρραλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλέᾳ — θαρραλέαι , θαρσαλέος daring fem nom/voc pl (attic) θαρραλέᾱͅ , θαρσαλέος daring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλέαν — θαρραλέᾱν , θαρσαλέος daring fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλέος — α, ο επίρρ. α ο γεμάτος θάρρος: Θαρραλέα έκφραση γνώμης. – Απάντησε θαρραλέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek
αντιμετωπίζω — (Μ ἀντιμετωπῶ, έω) στέκομαι αντιμέτωπος, αποκρούω κάποιον νεοελλ. 1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα 2. υπομένω θαρραλέα ή καρτερικά μια δύσκολη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμέτωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αρρενωπός — ή, ό (AM ἀρρενωπός, ή, όν) 1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση 2. επίρρ. ἀρρενωπῶς θαρραλέα, σταθερά αρχ. (για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + ωπος < ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ,… … Dictionary of Greek
δερβίσικος — και ντερβίσικος, η, ο [δερβίσης] Ι. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δερβίση 2. ο θαρραλέος II. επίρρ. δερβίσικα 1. με τρόπο που ταιριάζει σε δερβίση 2. θαρραλέα … Dictionary of Greek
ευκάρδιος — εὐκάρδιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός 2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής 3. ο καλός για το στομάχι 3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός. επίρρ... εὐκαρδίως με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek