-
1 θαρρήσας
θαρρήσᾱς, θαρσέωto be of good courage: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 θαρσέω
1 be confidentὄρθιον ὤρυσαι θαρσέων O. 9.110
τὸν δὲ θαρσήσαις ὧδ' ἀμείφη ( θαρρήσας v. l.) P. 4.101
См. также в других словарях:
θαρρήσας — θαρρήσᾱς , θαρσέω to be of good courage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέπεφνον — (Α) (ποιητ. τ. αόρ. β χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔ πε φν ον (βλ. λ. θείνω)] … Dictionary of Greek