-
1 казнить
-
2 закалывать
(скот) σφάζω, θανατώνω (τα ζώα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закалывать
-
3 переколоть
I. 1. (приколоть иначе или на другое место) καρφιτσώνω αλλιώς ή αλλού 2. (исколоть всё) κατατρυπώ (τα πάντα) 3. (заколоть, убить всех или многих) σκοτώνω/μαχαιρώνω, θανατώνω, κατασφάζω. II.(расколоть) σπάζω (τα πάντα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переколоть
-
4 убить
1. (лишить жизни) σκοτώνω, θανατώνω 2. (истребить, уничтожить) καταστρέφω, εξοντώνω, εξαφανίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убить
-
5 заморить
заморитьсов ἐξαντλώ, θανατώνω, πεθαίνω κάποιον:\заморить голодом ἐξαντλώ ἀπό τήν πείνα, πεθαίνω κάποιον στήν πείνα· ◊ \заморить червячка разг τσιμπάω κάτι, σπάζω τήν πείνα μου. -
6 казнить
казнитьсов и несов1. ἐκτελώ, θανατώνω, θανατῶ·2. перен βασανίζω. -
7 предавать
предаватьнесов1. (изменять) προδίδω / παραδίδω (выдать)· 2.:\предавать суду́ ἐνάγω., παραπέμπω στό δικαστήριο, διώκω ποινικώς· \предавать гласности φέρω στή δημοσιότητα, καθιστώ δημοσία γνωστό· \предавать земле ἐνταφιάζω, θάπτω· \предавать смерти θανατώνω· \предавать забвению παραδίδω στήν λήθη· \предавать огню и мечу́ καταστρέφω διά πυρός καί σιδήρου, καίω καί ρημάζω. -
8 умертвить
умертвитьсов, умерщвлять несов θανατώνω, σκοτώνω. -
9 умерщвлить
умерщвл||и́тьнесов θανατώνω, φονεύω/ ἀπονεκρώνω (нерв, плод). -
10 умерщвлять
[ουμιρσβλγιάτ*] ρ. θανατώνω -
11 умерщвлять
[ουμιρσβλγιάτ'] ρ θανατώνω -
12 бить
бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.1. χτυπώ, πλήττω•бить молотком χτυπώ με το σφυρί.
2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.
3. δέρνω•не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.
4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•бить врага χτυπώ τον εχθρό.
5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).
7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•стекло σπάζω το τζάμι.
8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•
бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.
9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•
звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.
10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•бить ключом αναβλύζω.
|| μτφ. κοχλάζω.11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.
12. τσοκανίζω, κόβω•бить монету κόβω κέρματα.
εκφρ.бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•бить поклоны – παλ. κάνω μετάνοιες•бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•- в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•бить мимо цели – αστοχώ•бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).1. μάχομαι•биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.
2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.
3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•
биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.
5. πονοκεφαλώ•биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.
6. πάλλω•сердце бьется η καρδιά χτυπά.
7. σπάζω, θραύομαι.εκφρ.бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•биться об заклад – παλ. στοιχηματίζω. -
13 давить
давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•
житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.
|| μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.
|| μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.
|| μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.
2. σφίγγω, στενεύω•воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•
сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.
|| μτφ. αισθάνομαι βάρος•-ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•
-ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.
3. πνίγω, στραγγαλίζω•лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.
4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•давить клопов ζουπώ τους κοριούς.
|| πατώ, θανατώνω•транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.
5. °"τίβω•давить лимон στίβω το λεμόνι.
1. πνίγομαι•давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.
|| μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.5. πατιέμαι στίβομαι. -
14 доконать
ρ.σ.μ. θανατώνω, αποτελειώνω, αφανίζω, τρώγω, ξεκάνω•больного -ла лихора-ка τον άρρωστο τον αφάνισε ο ψηλός πυρετός.
-
15 драть
деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. σχίζω, ξεσχίζω•драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.
|| τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.
|| εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•драть зубы βγάζω τα δόντια.
3. κατασπαράζω, θανατώνω.4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•драть розгами χτυπώ με τη βέργα.
|| τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•драть волосы τραβώ τα μαλλιά•
драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.
5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.7. τραβώ, προκαλώ πόνο•бритва -т το ξυράφι τραβάει.
8. ερεθίζω, καίω•горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•
перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.
|| μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.
9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.
εκφρ.драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.2. μάχομαι, πολεμώ•драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.
|| αγωνίζομαι• 'παλεύω•драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.
|| χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•драть на шпагах ξιφομαχώ.
-
16 душить
душить 1душу, душишь ρ.δ.μ.1. πνίγω, θανατώνω, στραγγαλίζω•кошка -ит цыплят η γάτα πνίγει τα πουλάκια.
|| περιορίζω• εκμηδενίζω•душить критику πνίγω την κριτική•
душить свободу στραγγαλίζω τη λευτεριά.
2. συγκρατώ• σφίγγω•смех его -ит τον πνίγει το γέλιο•
меня -ит кашель με πνίγει ο βήχας•
меня -ит узкий ворот με σφίγγει ο γιακάς.
|| μτφ. καταπιέζω, βασανίζω, κατατρύχω (για σκέψεις, αισθήματα κ.τ.τ.).εκφρ.душить в объятиях – σφιχταγκαλιάζω•душить поцелуями – καταφιλώ.πνίγομαι.душить 2душу, душишьρ.δ.μ.αρωματίζω.αρωματίζομαι. -
17 загубить
-гублю, -губишь, παθ. μτχ. ιταρλθ. χρ. загубленный, -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. θανατώνω, καταστρέφω, οδηγώ στο χαμό, χαλώ•-жизнь καταστρέφω τη ζωή•
зря человека -ли άδικα χάλασαν (θανάτωσαν) τον άνθρωπο•
он -ил свой талант κατέστρεψε το ταλέντο του.
2. (απλ.) σπαταλώ. -
18 заспать
-шло, -пишь, παρλθ. χρ. заспал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заспанный, βρ: -пан, -а, -о ρ.σ.μ.1. (απλ.) κοιμούμαι (για να ξεχάσω).2. πιέζω, πατώ κατά τον ύπνο, θανατώνω•мать -ла ребенка η μάνα πάτησε το παιδάκι στον ύπνο και πέθανε.
παρακοιμουμαι. -
19 затоптать
-опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затоптанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω, λασπώνω, γεμίζω με πατημασιές.2. χώνω μέσα πατώντας.3. σβήνω πατώντας.4. θανατώνω πατώντας.αρχίζω να ποδοπατώ. -
20 изгубить
-бли, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгубленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ. (παλ. κ. διαλκ.) καταστρέφω, θανατώνω, αφανίζω, ρημάζω.
См. также в других словарях:
θανατώνω — θανατώνω, θανάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
θανατώνω — θανάτωσα, θανατώθηκα, θανατωμένος 1. σκοτώνω: Θανάτωσαν όλα τα ζώα του δάσους. 2. προξενώ ανυπόφορο πόνο: Το χαλασμένο δόντι του τον θανάτωσε όλη τη νύχτα. 3. λυπώ πολύ κάποιον: Με θανάτωσαν τα πικρά του λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανατώ — (I) θανατῶ, άω (Α) [θάνατος] 1. επιθυμώ να πεθάνω 2. είμαι ετοιμοθάνατος. (II) θανατῶ, έω (Μ) [θάνατος] προκαλώ τον θάνατο, θανατώνω. (III) (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] βλ. θανατώνω … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
αθανάτωτος — η, ο [θανατώνω] 1. αυτός που δεν θανατώθηκε 2. που δεν πληγώθηκε από θανάτους δικών του ανθρώπων … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek
ανασταυρώ — ἀνασταυρῶ ( όω) (Α) 1. ανασκολοπίζω, παλουκώνω 2. θανατώνω με σταύρωση, σταυρώνω … Dictionary of Greek
αναχρώμαι — ἀναχρῶμαι ( άομαι) (Α) [χρώμαι] 1. δαπανώ, ξοδεύω 2. φονεύω, θανατώνω 3. (γενικά) καταστρέφω … Dictionary of Greek
αντιθανατώ — ἀντιθανατῶ ( άω) (Μ) θανατώνω κι εγώ … Dictionary of Greek
απαγχονίζω — (AM ἀπαγχονίζω) θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά αρχ. απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά … Dictionary of Greek