-
1 θανατηφορος
21) таящий в себе смерть, смертоносный(γένεθλα Soph.)
2) губительный, смертный(αἶσα Aesch.)
3) кровопролитный(μεταβολαὴ πολιτειῶν Xen.)
4) причиняющий смерть(ὀδύναι Arst.; νόσημα Plut.; ἰός NT.)
5) смертный, подверженный смерти(γένος Plat.)
6) внушенный скорбью об умершем, траурныйθανατηφόρον (sc. ᾆσμα или μέλος) ᾄδειν Anth. — петь песнь об умершем
-
2 θανατηφόρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θανατηφόρος
-
3 θανατηφόρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θανατηφόρος
-
4 θανατηφόρος
-
5 θανατηφόρος
смертоносный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θανατηφόρος
-
6 θανατηφόρος
[танатифорос] επ смертельный. -
7 θαναταφορος
Soph. v. l. = θανατηφόρος См. θανατηφορος -
8 θανατοφορος
-
9 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
10 2287
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2287
См. также в других словарях:
θανατηφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρος — α, ο και ος, ον (AM θανατηφόρος, ον) αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο μσν. αυτός που… … Dictionary of Greek
θανατηφόρος — α, ο επίρρ. α αυτός που προκαλεί θάνατο: Θανατηφόρο δηλητήριο. – Θανατηφόρα επιδημία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανατηφόροις — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut dat pl θανατηφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρον — θανατηφόρος masc/fem acc sg θανατηφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρου — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut gen sg θανατηφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρους — θανατήφορος death bringing masc/fem acc pl θανατηφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρων — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut gen pl θανατηφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρῳ — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut dat sg θανατηφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρα — θανατηφόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόροι — θανατηφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)