Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θανατηρᾷ

См. также в других словарях:

  • θανατηρά — θανατηρός poisonous neut nom/voc/acc pl θανατηρά̱ , θανατηρός poisonous fem nom/voc/acc dual θανατηρά̱ , θανατηρός poisonous fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατηρᾷ — θανατηρός poisonous fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατηράν — θανατηρά̱ν , θανατηρός poisonous fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατηράς — θανατηρά̱ς , θανατηρός poisonous fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατηρός — ή, ό (Μ θανατηρός, ά, όν) θανατηφόρος («θανατηρὰ βοτάνη», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ηρός* (πρβλ. μοχθ ηρός, οδυν ηρός, πον ηρός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»