-
1 θανατηρά
-
2 θανατηρᾷ
-
3 θανατηρά
θανατηρόςpoisonous: neut nom /voc /acc plθανατηρά̱, θανατηρόςpoisonous: fem nom /voc /acc dualθανατηρά̱, θανατηρόςpoisonous: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 θανατηράν
θανατηρά̱ν, θανατηρόςpoisonous: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 θανατηράς
θανατηρά̱ς, θανατηρόςpoisonous: fem acc pl
См. также в других словарях:
θανατηρά — θανατηρός poisonous neut nom/voc/acc pl θανατηρά̱ , θανατηρός poisonous fem nom/voc/acc dual θανατηρά̱ , θανατηρός poisonous fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηρᾷ — θανατηρός poisonous fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηράν — θανατηρά̱ν , θανατηρός poisonous fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηράς — θανατηρά̱ς , θανατηρός poisonous fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηρός — ή, ό (Μ θανατηρός, ά, όν) θανατηφόρος («θανατηρὰ βοτάνη», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ηρός* (πρβλ. μοχθ ηρός, οδυν ηρός, πον ηρός)] … Dictionary of Greek