-
1 θαμνῖτις
θαμνῖτις, ιδος, ἡ, strauchartig, ῥάμνου τ' ἀσπαράγους ϑαμνίτιδος Nic. Ther. 883.
-
2 θαμνῖτις
θαμνῖτις, ιδος, ἡ, strauchartig
См. также в других словарях:
θαμνίτις — θαμνῑτις, ιδος, ή (Α) [θάμνος] θαμνοειδής («θαμνῖτις ῥάμνος») … Dictionary of Greek
θαμνίτιδος — θαμνί̱τιδος , θαμνῖτις shrubby fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)