-
1 θαμινού
-
2 θαμινοῦ
См. также в других словарях:
θαμινοῦ — θαμινός crowded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 θαμινού
2 θαμινοῦ
θαμινοῦ — θαμινός crowded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)