-
1 θαμβήτειρα
θαμβήτειρα, ἡ, die in Staunen u. Furcht Setzende, von den Erinyen, Orph. Arg. 970.
-
2 θαμβήτειρα
θαμβήτειρα, ἡ, die in Staunen u. Furcht Setzende (von den Erinyen)
См. также в других словарях:
θαμβήτειρα — θαμβήτειρα, ἡ (Α) [θαμβώ] αυτή που προκαλεί δέος («Ἐρινύες δειναί, θαμβήτειραι», Ορφ.) … Dictionary of Greek
θαμβήτειραι — θαμβήτειρα the fearful one fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)