Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θαμβαίνω

См. также в других словарях:

  • θαμβαίνω — (Α) [θάμβος] είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • θάμβαινε — θαμβαίνω to be astonished at pres imperat act 2nd sg θαμβαίνω to be astonished at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»