-
1 θαλλοφορος
ὅ, ἥ таллофор, носящий масличную ветвь ( на празднике Панафиней это поручалось старым афинянам и афинянкам)θαλλοφόρους τῇ Ἀθηνᾷ τοὺς καλοὺς γέροντας ἐκλέγονται Xen. — в таллофоры в честь Афины избираются (самые) красивые старики;
θαλλοφόροι καλούμεθα ирон. Arph. — нас называют таллофорами (т.е. ни на что другое уже негодными стариками) -
2 θαλλοφόρος
θαλλοφόροςcarrying young olive-shoots: masc /fem nom sg -
3 θαλλοφόρος
θαλλο-φόρος, ον,A carrying young olive-shoots, as the old men did at the Panathenaea, Ar.V. 544 (lyr.), X.Smp.4.17; as a name of Heracles, IG 14.904.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλλοφόρος
-
4 θαλλοφόρος
θαλλο-φόρος, einen Ölzweig tragend, wie es die alten Athener u. die Frauen am Feste der Panathenäen taten; dah. werden die Alten spottweise so genannt, als wären sie zu nichts weiter zu gebrauchen -
5 θαλλοφόρον
θαλλοφόροςcarrying young olive-shoots: masc /fem acc sgθαλλοφόροςcarrying young olive-shoots: neut nom /voc /acc sg -
6 θαλλοφόροι
θαλλοφόροςcarrying young olive-shoots: masc /fem nom /voc pl -
7 θαλλοφόρους
θαλλοφόροςcarrying young olive-shoots: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
θαλλοφόρος — carrying young olive shoots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
θαλλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει ή κρατάει βλαστούς. 2. αυτός που στην πομπή των Παναθηναίων κρατούσε κλαδί ελιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλλοφόρον — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc sg θαλλοφόρος carrying young olive shoots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφόροι — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφόρους — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφορώ — θαλλοφορῶ, έω (Α) [θαλλοφόρος] κρατώ θαλλό ελιάς σε πομπή … Dictionary of Greek