-
1 θαλασσουργος
См. также в других словарях:
θαλασσουργός — θαλασσουργός, ό (Α) αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουργός (< έργο), πρβλ. δραματ ουργός, θαυματ ουργός] … Dictionary of Greek
θαλαττουργός — θαλασσουργός , θαλασσουργός one who works on the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσουργοί — θαλασσουργός one who works on the sea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσουργούς — θαλασσουργός one who works on the sea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσουργόν — θαλασσουργός one who works on the sea masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
θαλασσουργία — θαλασσουργία, ἡ (Α) [θαλασσουργός] η ασχολία με τη θάλασσα, το ψάρεμα … Dictionary of Greek
θαλασσουργώ — θαλασσουργῶ, έω (Α) [θαλασσουργός] δουλεύω στη θάλασσα (ως ναυτικός ή ως ψαράς) … Dictionary of Greek
θαλασσουργῶν — θαλασσουργέω to be busy with the sea pres part act masc nom sg (attic epic doric) θαλασσουργός one who works on the sea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαττουργοῖς — θαλασσουργοῖς , θαλασσουργέω to be busy with the sea pres opt act 2nd sg (attic epic doric) θαλασσουργοῖς , θαλασσουργός one who works on the sea masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)