-
1 cubicle
θαλαμίσκος -
2 будка
будка ж о θαλαμίσκος, η καμπίνα· телефонная \будка η καμπίνα του τηλεφώνου· суфлёрская \будка το υποβολείο* * *жο θαλαμίσκος, η καμπίναтелефо́нная бу́дка — η καμπίνα του τηλεφώνου
суфлёрская бу́дка — το υποβολείο
-
3 каюта
-
4 будка
-и θ.μικρό παράπηγμα• φυλάκιο•жилая μικρούτσικο σπιτάκι•
железнодорожная будка το οριοφυλάκιο σιδηρ.γραμμής•
военная, постовая, караульная, сторожевая будка ή будка часового η σκοπιά του σκοπού, του φύλακα.
|| θαλαμίσκος, καμπίνα•телефонная будка ο τηλεφωνικός θαλαμίσκος•
суфлерская будка το υποβολείο•
собачья будка το κουμάσι.
-
5 будка
ο θαλαμίσκος, η σκοπιά, το παράπηγμαсуфлёрская - театр. το υποβολείοсъемочная кфт. - λήψηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > будка
-
6 кабина
ο θάλαμος, ο θαλαμίσκος, η καμπίναгерметическая - στεγανός/ερνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кабина
-
7 capsule
['kæpsju:l, ]( American[) -sl]1) (a small gelatine case containing a dose of medicine etc.) κάψουλα2) (a closed metal container: a space capsule.) θαλαμίσκος -
8 module
['modju:l](a self-contained unit forming eg part of a building, spacecraft etc: a lunar module.) θαλαμίσκος -
9 каморка
-и θ.δωματιάκι, θαλαμίσκος. || αποθηκούλα, κελαράκι. -
10 каюта
-ы θ.θαλαμίσκος πλοίου, καμπίνα. -
11 клеть
-и, προθ. в клети, γεν. πλθ. -ей; θ.1. βλ. клетушка.2. θαλαμίσκος ανελκυστήρα (ασανσέρ). -
12 комнатка
-и θ.δωματιάκι, καμαράκι, θαλαμίσκος. -
13 cabine
1) κουβούκλιο2) θάλαμος3) περίπτερο4) θαλαμίσκος5) καμπίνα -
14 capsule
1) κάψα2) καπάκι3) θαλαμίσκος4) κάψουλα -
15 kabina
1) θαλαμίσκος2) θάλαμος3) καμπίνα -
16 kajuta
1) θαλαμίσκος2) καμπίνα -
17 cabin
1) θαλαμίσκος2) καμπίνα -
18 kabina
1) θαλαμίσκος2) θάλαμος3) καμπίνα -
19 kajuta
1) θαλαμίσκος2) καμπίνα
См. также в других словарях:
θαλαμίσκος — ο 1. δωματιάκι: Θαλαμίσκος του διαστημοπλοίου. 2. καμπίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλαμίσκος — ο (υποκορ. τού θάλαμος) 1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι 2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό τού οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. ισκος (πρβλ. λοφ ίσκος, υπαλληλ ίσκος). Η … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ατμοδόκη — Όρος που αναφέρεται σε μηχανές πολλαπλής απομόνωσης και προσδιορίζει τον χώρο στον οποίο εκρέει ο ατμός από τον κύλινδρο της ψηλής πίεσης και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να μπει στον κύλινδρο της χαμηλής. Για την αποφυγή απωλειών πίεσης… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
καμπίνα — η θαλαμίσκος, μικρό δωμάτιο πλοίου, αεροπλάνου, θαλάσσιου λουτρώνα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cabina] … Dictionary of Greek