Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θαλάμι

См. также в других словарях:

  • θαλάμι — και θολάμι, το (Μ θαλάμιν) (νεολλ.) (αλιευτ.) φωλιά θαλάσσιων ζώων μέσα σε ρωγμές βράχων τού βυθού ή μέσα σε άλλες υποθαλάσσιες κοιλότητες·|| μσν. θάλαμος, αίθουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θαλάμ ιον < θάλαμος*] …   Dictionary of Greek

  • θαλάμι — το γεν. ιού, βλ. θαλάμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ψοφίμι — το, Ν 1. πτώμα, κουφάρι ζώου 2. α) άτομο κάτισχνο και εξαντλημένο β) άνθρωπος ψοφοδεής, δειλός, φοβητσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από τον πληθ. ψοφίμια (πρβλ. θαλάμια > θαλάμι, καλάμια > καλάμι) τού αμάρτυρου *ψοφίμιο(ν) < *ψοφιμαίον (< …   Dictionary of Greek

  • Κάσδαγλης, Νίκος — (Κως 1928 –). Συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας (ΑΤΕ) στο υποκατάστημα της Ρόδου. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας απολύθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία του μετά …   Dictionary of Greek

  • θαλάμη — θαλάμη, η και θαλάμι, το ιού 1. φωλιά υδρόβιων ζώων, κυρίως του χταποδιού. 2. ρινική κοιλότητα. 3. το μέρος του όπλου στο οποίο μπαίνει η σφαίρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»