-
1 θήρειος
A of wild beasts,δέρμα θ. λέοντος Panyas.1
, cf. Hanno Peripl.9;μέλεα Emp.101
; θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, A.Ch. 232; θ. δάκος,= θήρ, E.Cyc. 325; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, S.Tr. 1059; θ. κρέα game, X.Cyr. 1.3.6; so θήρεια, τά, Hp.Aff.52;θ. φύσις Pl.
l.c.; θ. αὐλός ([etym.] ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Poll.4.75.II θ. στόματα the entrance of the Circus, IG4.365 ([place name] Corinth).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θήρειος
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
φήρεα — και πιθ. τ. φήρεια, τὰ, Α επιμήκεις αδενώδεις παρωτιδικές προεξοχές όμοιες με τα κεράτια τών Σατύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού πληθ. ενός επιθ. *φηρ εος / ειος < φήρ, αιολ. τ. τού θήρ] … Dictionary of Greek