-
1 θηκη
ἥ1) хранилище, ящик, ларец(χρυσοῦ καὴ ἀργύρου Her.; καρπῶν Arst.; χρημάτων Plut.)
2) гроб, преимущ. могила Aesch., Soph., Thuc., Arst., Plut.3) ножны -
2 θήκη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θήκη
-
3 θήκη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θήκη
-
4 θήκη
η1) футляр, чехол; 2) кобура, ножны; 3) коробка -
5 θήκη
1. хранилище, ящик, ларец; 2. могила, гроб; 3. ножны (для меча).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θήκη
-
6 θήκη
-
7 θήκη
[тики] ουσ θ чехол, футляр. -
8 θημα
-
9 ακριδοθηκη
-
10 αλαβαστροθηκη
-
11 αποθηκη
ἥ склад, хранилище(τοῖς σκεύεσι Thuc.; τῆς πολυπραγμοσύνης Plut.; βιβλίων Luc.)
ἀ. σωμάτων Luc. — место погребения;ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα Her. — обеспечить себе убежище у кого-л. -
12 βιβλιοθηκη
-
13 δακτυλιοθηκη
ἥ1) собрание перстней и драгоценных камней Plin.2) футляр для перстней Mart. -
14 διαθηκη
ἥ1) устройство, состояние(τοῦ σώματος Democr. ap. Sext. - v. l. διαθιγή)
2) завещательное распоряжение, завещание Lys., Arph., Isae., Isocr.3) наследство по завещанию(πλουτοῦσαν ἀφιέναι διαθήκην Anth.)
4) соглашение, договор(διαθήκην διατίθεσθαί τινι Arph.)
5) завет(ἥ παλαιὰ δ., ἥ καινή δ. NT.)
-
15 εγγυθηκη
-
16 ενθηκη
-
17 ζωθηκη
-
18 καταθηκη
-
19 νεκροθηκη
-
20 οπλοθηκη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… … Dictionary of Greek
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») … Dictionary of Greek
θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκῶν — θήκη case fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκαις — θήκη case fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)