Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

θέσ-φατος

См. также в других словарях:

  • φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… …   Dictionary of Greek

  • θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …   Dictionary of Greek

  • ημίφατος — ἡμίφατος, ον (Α) ειπωμένος κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ φατος, πολύ φατος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήφατος — μεγαλήφατος, ον (Α) εγκωμιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου + συνδετικό φωνήεν η (για μετρικούς λόγους) + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ φατος, οδυνή φατος] …   Dictionary of Greek

  • dheu̯es-, dhu̯ē̆s-, dheus-, dhū̆ s- —     dheu̯es , dhu̯ē̆s , dheus , dhū̆ s     English meaning: to dissipate, blow, etc. *scatter, dust, rain, breathe, perish, die     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, stäuben, wirbeln (nebeln, regnen, Dunst, Staub; aufs seelische Gebiet angewendet:… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο …   Dictionary of Greek

  • περίσφατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθρήνητος καὶ μοχθηρᾱς ἐπιφωνήσεως ἄξιος, ἐπονείδιστος». επίρρ... περισφάτως 1. κατά τρόπο επονείδιστο 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιωδύνως, περιβοήτως» 3. φρ. «περισφάτως ἔχω» είμαι λυπημένος, μελαγχολικός (Τραγ. Αδέσπ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»