-
1 θερμινος
См. также в других словарях:
θέρμινος — θέρμινος, ίνη, ον (Α) [θέρμος (I)] αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα») … Dictionary of Greek
θερμίνων — θέρμινος of lupines fem gen pl θέρμινος of lupines masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμινον — θέρμινος of lupines masc acc sg θέρμινος of lupines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμίνην — θέρμινος of lupines fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμίνου — θέρμινος of lupines masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμίνῳ — θέρμινος of lupines masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμινοι — θέρμινος of lupines masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)