-
1 θέμειλον
-
2 θέμηλον
-
3 θεμείλιον
θεμείλιον, τό, u. θέμειλον, τό, die Grundlage; ϑεμείλιά τε προβάλοντο, sie legten den Grund
См. также в других словарях:
θέμειλον — θέμειλον, το (Α) το θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό αρχαΐζον παράγωγο < θεμελιώ] … Dictionary of Greek
καλλιθέμειλος — καλλιθέμειλος, ον (Μ) καλλιθέμεθλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμειλος (< θέμειλον «θεμέλιο»), πρβλ. ευρυ θέμειλος] … Dictionary of Greek