-
1 θέμεθλον
θέμεθλον (τίϑημι), τό, nur im plur., die Grundlage, der innerste, tiefste Grund; κατ' ὀφϑαλμοῖο ϑέμεϑλα Il. 14, 493, die innerste Tiefe des Auges, die Augenhöhle; κατὰ στομάχοιο ϑέμεϑλα, die Kehle, 17, 47; eben so Ὠκεανοῖο ϑέμεϑλα Hes. Th. 816, ϑαλάσσης Mus. 295; ἐν Ἄμμωνος ϑεμέϑλοις, wo dessen Tempel gegründet ist, Pind. P. 4, 16, wie ἀμφὶ Παγγαίου ϑεμέϑλοις ibd. 180; sp. D., wie Cyr. 6 (IX, 808) Simmias secur. 4.
-
2 θέμεθλον
θέμεθλον, τό, die Grundlage, der innerste, tiefste Grund; κατ' ὀφϑαλμοῖο ϑέμεϑλα, die innerste Tiefe des Auges, die Augenhöhle; κατὰ στομάχοιο ϑέμεϑλα, die Kehle; ἐν Ἄμμωνος ϑεμέϑλοις, wo dessen Tempel gegründet ist -
3 θέμεθλον
θέμεθλαfoundations: neut nom /voc /acc sg -
4 αὐτο-θέμεθλος
αὐτο-θέμεθλος ( ϑέμεϑλον), durch sich selbst begründet, Nonn.
-
5 εὐρυθέμειλος
εὐρῠ-θέμειλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυθέμειλος
См. также в других словарях:
θέμεθλον — θέμεθλον, τό (AM) συν. στον πληθ. τά θέμεθλα 1. βάσεις, έδρες, θεμέλια 2. το κατώτατο ή το εσωτερικότατο και βαθύτατο μέρος κάποιου πράγματος («δώματα ναιετάουσιν ἐπ ὠκεανοῖο θεμέθλοις», Ησίοδ) αρχ. φρ. «Ἄμμωνος θέμεθλα» ναός τού Αμμωνος (Πίνδ.) … Dictionary of Greek
θέμεθλον — θέμεθλα foundations neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιθέμεθλος — καλλιθέμεθλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμεθλος (< θέμεθλον «θεμέλιο»), πρβλ. υψι θέμεθλος, χαλκεο θέμεθλος] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
υψιθέμεθλος — ον, ΜΑ αυτός που έχει βαθιά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θέμεθλον «βάση» (πρβλ. καλλι θέμεθλος)] … Dictionary of Greek
χαλκοθέμεθλος — και χαλκεοθέμεθλος, ον, Μ αυτός που έχει χάλκινα θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + θέμεθλον «βάση, έδρα, θεμέλιο» (πρβλ. καλλι θέμεθλος, ὑψι θέμεθλος)] … Dictionary of Greek