Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θέε

См. также в других словарях:

  • θεέ — θεός God masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέε — θέω dhávate pres imperat act 2nd sg (epic ionic) θέω dhávate imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • феe — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  = ,  сущ. (греч. τὸ θεέ) чертог, комната, комнаты () (Иез …   Словарь церковнославянского языка

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 …   Dictionary of Greek

  • God Save the Queen — This article is about the anthem. For other uses, see God Save the Queen (disambiguation). God Save the Queen Publication of an early version in The Gentleman s Magazine, 15 October 1745. The title, on the Contents page, is given as God save our… …   Wikipedia

  • Gloria — Das Wort Gloria ist (als gloria, „Ruhm“) ein häufiges Wort in der lateinischen Bibel und in den westkirchlichen – also römisch oder altkatholischen, evangelischen oder anglikanischen – Liturgien, kommt aber auch in den Liturgien ostkirchlicher… …   Deutsch Wikipedia

  • Gloria in excelsis — Deo …   Wikipedia Español

  • Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία)  в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… …   Википедия

  • ήμαρτον — (AM ἥμαρτον) νεοελλ. (ως επιφών.) 1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος 2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!» α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί β) επιφώνηση αγανάκτησης ή… …   Dictionary of Greek

  • γιαραμπής — και γεραμπής, ο (ειρωνικά ή με προσποιητή μεμψιμοιρία) ο Αλλάχ, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < (τουρκ. επιφών.) ya rabbi «Θεέ μου» < (εβρ.) rabb «δάσκαλος» (πρβλ. και ραβίνος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»