-
1 θάλπ'
θάλπε, θάλπωheat: pres imperat act 2nd sgθάλπε, θάλπωheat: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 θαλπεινός
A gloss on ἰσχνόν, EM479.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπεινός
-
3 θαλπείω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπείω
-
4 θαλπιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπιάω
-
5 θαλπνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπνός
-
6 θάλπος
A warmth, heat, esp. summer-heat, opp. χειμών, A.Ag. 565, 969; ἐν μεσημβρίας θ. Id.Supp. 747; θ. θεοῦ the sun's heat, S.Tr. 145, etc.;μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν A.Th. 431
, 446; in Prose, θάλπος, opp. ψῦχος, Hp.Aph.3.4: pl., ῥίγη καὶ θάλπη, ψύχη καὶ θ., X.Oec.7.23, Cyr.1.2.10.2 metaph., sting, smart, [ τοξευμάτων] S.Ant. 1086; of love, AP6.207 (Arch.). -
7 θαλπτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπτέον
-
8 θαλπτήριον
A fomentum, fomes, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπτήριον
-
9 θαλπτήριος
θαλπ-τήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπτήριος
-
10 θάλπω
A , Alciphr.2.4: [tense] fut. [voice] Med. in pass. senseθάλψομαι Id.3.42
:—heat, soften by heat, Od.21.179, al.:—[voice] Pass.,ἐτήκετο κασσίτερος ὣς.. θαλφθείς Hes.Th. 864
, cf. S.Tr. 697: metaph., to be softened, deceived,αἴ κε μὴ θαλφθῇ λόγοις Ar.Eq. 210
.II heat, warm, without any notion of softening, καῦμ' ἔθαλπε (sc. ἡμᾶς) S. Ant. 417; θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θ. Ar.Av. 1092; keep warm,χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα Trag.Adesp.7
: prov., θ. τὸν δίφρον, of an idle life, Herod.1.37;θ. τὰς κοχώνας Id.7.48
; τὴν βαίτην θάλπουσαν εὖ ib. 129:—[voice] Pass., Hp.Aff.4; θάλπεσθαι τοῦ θέρους to be warm in summer, X.Cyr.5.1.11;τῷ πυρὶ θάλψομαι Alciphr.3.42
: metaph., ἔτι ἁλίῳ θάλπεσθαι to be alive, Pi.N.4.14.III metaph., of passion, heat, inflame,ἣ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι A.Pr. 590
, cf. S.Fr. 474 ([voice] Pass.);ἔθαλψεν ἄτης σπασμός Id.Tr. 1082
:—[voice] Pass., ; θάλπῃ ([ per.] 2sg.)ἀνηκέστῳ πυρί S.El. 888
;εἴ σευ θάλπεταί τι τῶν ἔνδον Herod. 2.81
.2 comfort,ὕπνος.. θάλπει κέαρ B.Fr.3.11
, cf. Fr.16.2, Com.Adesp.5.16D.; cherish, foster,ἄλλον θάλπε φίλον Theoc.14.38
;ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα 1 Ep.Thess.2.7
;τὴν ἑαυτοῦ σάρκα Ep.Eph.5.29
;τὸ ἀσθενοῦν Alciphr.2.4
;θ. καὶ τρέφειν PMasp.6
B 132 (vi A.D.); τὴν πόλιν θ. tend it with fostering care, OGI194.5 (Egypt, i B.C.).3 ἐμὲ οὐδὲν θ. ἡ δόξα I care nothing for glory, Alciphr.2.2;ἐμὲ οὐδὲν θ. κέρδος Aristaenet.1.24
.IV intr., to be full of heat, vigorous, Arist.Pr. 879a33; θάλψαι τρεῖς ποίας to live three summers, AP7.731 (Leon.). -
11 θαλπωρή
θαλπ-ωρή, ἡ,A warming: metaph., comfort, consolation,οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη θαλπωρή Il.6.412
, cf. Od.1.167; ἀντὶ δὲ θαλπωρᾶν [θῆκα γονεῦσι γόους] IG4.623 ([place name] Argos): pl., Tryph.128.—In late Prose, Jul.Or.8.243c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπωρή
См. также в других словарях:
θάλπ' — θάλπε , θάλπω heat pres imperat act 2nd sg θάλπε , θάλπω heat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπτήριος — α, ο (Α θαλπτήριος, ον) αυτός που θάλπει, που θερμαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ ω + κατάλ. τήριος (πρβλ. εξιλασ τήριος, θρεπ τήριος)] … Dictionary of Greek
παιδνός — παιδνός, ή, όν (ΑΜ, Α θηλ. και ός) 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδικός, παιδαριώδης («τὸ κατ ἀγροικίαν παιδνόν τε καὶ ἀφελές», Ευστ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδνός παιδί, έφηβος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδνή κορίτσι, παιδίσκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς … Dictionary of Greek
πληθώρα — η,ΝΜΑ μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων») νεοελλ. ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού όγκου τού αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση τής μάζας τού πλάσματος ή… … Dictionary of Greek