-
1 θάησαι
θά̱ησαι, θαέομαιaor imperat mp 2nd sg (doric) -
2 θαέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαέομαι
См. также в других словарях:
θάησαι — θά̱ησαι , θαέομαι aor imperat mp 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)