-
21 саднить
-нит, ρ.δ.1. μ. γρατσουνίζω, αμύσσω.2. απρόσ. (για πόνο)• με τρώει, έχω φαγούρα• με καίει, έχω καΐλα•в горле -нит με καίει στο λαιμό.
|| μτφ. με θλίβει, με στενοχωρεί, με κατατρύχει. -
22 чёс
-а α. (απλ.) φαγούρα, κνησμός.εκφρ.задать -у – (απλ.)• α) δίνω κατσάδα, κατσαδιάζω ή τιμωρώ, β) φεύγω γρήγορα, το σκάζω. -
23 чесать
чешу, чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чесанный, βρ: -сан, -а, -оρ.δ.1. ξύνω (για να μαλακώσει η φαγούρα).2. χτενίζω•чесать волосы χτενίζω τα μαλλιά.
3. ξαίνω, λαναρίζω.4. (εκ)καθαρίζω•чесать хлопок καθαρίζω το βαμπάκι.
εκφρ.чесать затылок ή в затылке – ξύνω το κεφάλι (για σκέψη, αμηχανία).1. ξύνομαι•он ходит и -ется αυτός βαδίζει και ξύνεται.
2. με τρώει•тело моё -ется το κορμί μου με τρώει (θέλει ξύσιμο).
3. χτενίζομαι.4. ξαίνομαι, λαναρίζομαι. -
24 чесотка
-и θ.1. ψώρα, ψωρίαση.2. φαγούρα, κνησμός. -
25 чесоточный
επ.της ψώρας•чесоточный зуд η φαγούρα της ψώρας.
|| ψωριασμένος.εκφρ.чесоточный клещ – βλ. зудень. -
26 щекотание
-я ουδ.1. βλ. щекотка (1 σημ.).2. ερεθισμός• φαγούρα, κνησμός.-я ουδ.βλ. щёкот.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φαγούρα — η, Ν 1. κνησμός 2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέρον («τώρα τόν έπιασε η φαγούρα») 3. φρ. «έχω μια φαγούρα!» ειρων. μού είναι αδιάφορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. έφαγα τού ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ούρα (πρβλ. χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
φαγούρα — η κνησμός, φαγωμάρα, ξυσμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… … Dictionary of Greek
κνήσις — κνῆσις, ἡ (Α) [κνω] 1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.) 2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την… … Dictionary of Greek
μυρμηκίζω — (ΑΜ, Μ και μυρμηγκίζω) [μύρμηξ] μσν. 1. προχωρώ, έρπω όπως τα μυρμήγκια, δηλαδή δεν περπατώ σε ευθεία γραμμή 2. τσιμπώ, προκαλώ φαγούρα 3. είμαι πολυάριθμος, όπως τα μυρμήγκια, μυρμηκιάζω αρχ. 1. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα 2. (για τον σφυγμό)… … Dictionary of Greek
οδαγμός — ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ , πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ δάγ μην, τού ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. μός (πρβλ. κηρυγ μός)] … Dictionary of Greek
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
άκνησμος — ἄκνησμος, ον (Α) [κνησμός] αυτός που δεν προκαλεί κνησμό, φαγούρα … Dictionary of Greek
έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… … Dictionary of Greek
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek