-
1 φήμη
I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, , ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus,φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100
; folld. by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φ. and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El. 1109 sq.; φ. about a τέρας, Hdt.3.153; , cf. 86, 475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φ. the message of the dream, Hdt.1.43;φ. μαντικαί S.OT 723
;φ. θεσφάτων Id.Tr. 1150
;μάντεων φῆμαι E.Hipp. 1056
. cf. Ion 180 (lyr.);φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel. 820
;φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd. 111b
, cf. Isoc.9.21;φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48
, cf. Cyr.8.7.3, etc.; ominis causa,Pl.
Lg. 878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia)ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a
; hence, comically,φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av. 720
; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V. 865 (anap.).2 report, rumour, usu. of uncertain and mysterious origin,φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op. 763
, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145;φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph.
l. c.;ἄμβροτε Φ. S.OT 158
(lyr.);φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100
;φ. δημόθρους A.Ag. 938
;τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq. 1320
(anap.);φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg. 672b
;φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap. 18c
.3 report of a man's character, repute,δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op. 760
;ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11
;περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον.. καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127
;τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78
: pl., ;ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105
:—esp. of good report, fame,περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31
;κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134
, cf. 4.186;ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
: but alsoφ. πονηραί A.Ch. 1045
; αἰσχρὰ φ., opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43;ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg. 822c
, cf. R. 463d.II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphr. for λόγοι, S.Ph. 846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη .. A.Supp. 760;πολιαὶ φῆμαι E.El. 701
(lyr.), cf. Pl.Phlb. 16c, Lg. 713c;αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2
; μνήμην παρὰ τῆςφήμης λαβών Lys.2.3
.b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17. -
2 φήμη
φήμηa.fem nom /voc sg (attic epic ionic)φή̱μη, φῆμιςspeech: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————φήμηa.fem dat sg (attic epic ionic)φή̱μηι, φῆμιςspeech: fem dat sg (epic) -
3 φήμη
φήμη, ης, ἡ (Hom. et al.; LXX; TestSol 8:1 D; JosAs 1:9; Just.; Ath.) report, news ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη the news of this was spread (Jos., Bell. 2, 416; cp. Philo, Leg. ad Gai. 231) Mt 9:26. φ. περί τινος (Herodian 2, 1, 3; 2, 7, 5) Lk 4:14.—DELG s.v. φημί. M-M. -
4 φήμη
φήμη: ominous or prophetic utterance, voice, omen, Od. 20.100, Od. 2.35.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φήμη
-
5 φήμῃ
Βλ. λ. φήμη -
6 φήμη
-ης + ἡ N 1 0-0-0-1-3=4 Prv 15,30; 2 Mc 4,39; 3 Mc 3,2; 4 Mc 4,22report, news -
7 φήμη
1) fame2) reputation3) rumourΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φήμη
-
8 φήμηι
φήμῃ, φήμηa.fem dat sg (attic epic ionic)φή̱μηι, φῆμιςspeech: fem dat sg (epic) -
9 φήμαις
φήμηa.fem dat pl -
10 φήμαισιν
φήμηa.fem dat pl (epic ionic aeolic) -
11 φήμην
φήμηa.fem acc sg (attic epic ionic) -
12 φήμης
φήμηa.fem gen sg (attic epic ionic)φή̱μης, φῆμιςspeech: fem nom /voc pl (doric aeolic) -
13 φάμα
φάβαfaba) beans: neut nom /voc /acc sgφά̱μᾱ, φήμηa.fem nom /voc /acc dual (doric)φά̱μᾱ, φήμηa.fem nom /voc sg (doric aeolic)——————φά̱μᾱͅ, φήμηa.fem dat sg (doric aeolic) -
14 φάμας
φά̱μᾱς, φήμηa.fem acc pl (doric)φά̱μᾱς, φήμηa.fem gen sg (doric aeolic) -
15 φήμα
φήμᾱ, φήμηa.fem nom /voc /acc dualφήμᾱ, φήμηa.fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 φήμας
φήμᾱς, φήμηa.fem acc plφήμᾱς, φήμηa.fem gen sg (doric aeolic) -
17 κληδών
A omen, presage contained in a chance utterance,χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς Od. 18.117
, 20.120; ὁ μὲν τῇ κ. οὐδὲν χρεώμενος (supr. φήμη) Hdt.5.72; , cf. S.El. 1110, Call.Epigr.1.14: in later Prose,κληδόνων ἀκούσονται LXX De.18.14
(v.l. - ονισμῶν), cf. Polystr.p.5 W.;μαντικὴ ἀπὸ κληδόνων Paus.9.11.7
, cf. PMag.Oxy.886.22 (iii A.D.);δέχομαι τὴν κ. Luc.Laps.8
: personified, in pl., Paus. l.c.; Φήμη καὶ Κ., = Lat. Aius Locutius, Plu.Cam. 30.II tidings, κληηδὼν πατρός news of my father, Od.4.317: abs., report, rumour,ἐξ ἀμαυρᾶς κ. A.Ch. 853
, cf. Hdt.9.101;κληδόνες παλίγκοτοι A.Ag. 863
; κ. ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν, ὅτι .. And.1.130. -
18 φάμαι
-
19 φᾶμαι
-
20 φήμαι
См. также в других словарях:
φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φήμη — a. fem nom/voc sg (attic epic ionic) φή̱μη , φῆμις speech fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμῃ — φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
Φήμη δ’οὔις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα πολλοὶ… — См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. — См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φήμηι — φήμῃ , φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φημῶν — φήμη a. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶμαι — φήμη a. fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φῆμαι — φήμη a. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμαις — φήμη a. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)