Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+σύμβαση

  • 21 аккорд

    а α.
    1. συγχορδία, συνήχηση.
    εκφρ.
    заключительный аккорд – (κυρλξ. κ. μτφ.) η τελευταία συγχορδία•
    аккорд струн – το κούρτισμα των χορδών.
    2. συμφωνία,σύμβαση,
    εκφρ.
    на аккорд – κατά τη συμφωνία (κατά τους όρους).

    Большой русско-греческий словарь > аккорд

  • 22 договор

    -а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.
    συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•

    договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•

    мирный договор συνθήκη ειρήνης•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•

    договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•

    договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•

    торговый договор εμπορική συμφωνία•

    договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•

    словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•

    договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).

    Большой русско-греческий словарь > договор

  • 23 договорник

    α.
    εργάτης έργου με σύμβαση (συμφωνία).

    Большой русско-греческий словарь > договорник

  • 24 заключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.
    2. εγκλείω, κλείνω μέσα•

    заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•

    -в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.

    3. τελειώνω, ολοκληρώνω•

    заключить речь τελειώνω το λόγο•

    заключить счет κλείνω το λογαριασμό.

    4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.
    5. συνάπτω, κλείνω•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•

    заключить контракт κλείνω σύμβαση•

    заключить пари βάζω στοίχημα•

    заключить брак συνάπτω γάμο.

    εκφρ.
    заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.
    παλ. κλείνομαι•

    зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•

    она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.

    Большой русско-греческий словарь > заключить

  • 25 картель

    α. κ.θ.
    1. (παλ.) συμφωνία ή σύμβαση.
    2. (οικον.) καρτέλ, ένωση.
    3. (παλ.) πρόσκληση έγγραφη για μονομαχία.

    Большой русско-греческий словарь > картель

  • 26 коллективный

    επ.
    συλλογικός, κολεχτιβίστικος•

    -ое руководство συλλογική καθοδήγηση•

    -ое хозяйство κολεχτιβίστικο νοικοκυριό•

    - договор συλλογική σύμβαση•

    -ая безопасность συλλογική ασφάλεια•

    коллективный дух κολεχτιβίστικο πνεύμα•

    коллективный принцип κολεχτιβίστικη αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > коллективный

  • 27 конвенция

    θ.
    συμφωνία, σύμβαση (διακρατική).

    Большой русско-греческий словарь > конвенция

  • 28 контракт

    α.
    συμβόλαιο, σύμβαση, κοντράτο•

    заключить контракт κλείνω συμβόλαιο•

    расторгнуть контракт ξεσχίζω (ακυρώνω) το συμβόλαιο.

    Большой русско-греческий словарь > контракт

  • 29 невыгодный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. ασύμφορος, ανεπικερδής•

    -ая сделка ανεπικερδής σύμβαση.

    2. ανώφελος• δυσμενής, δυσάρεστος•

    -ое положение δυσάρεστη κατάσταση.

    || άχαρης, μη ελκυστικός.
    εκφρ.
    в -ом св-те ή освещении – η αρνητική (ελαττωματική) πλευρά.

    Большой русско-греческий словарь > невыгодный

  • 30 негоция

    θ. (;παλ.) εμπορική σύμβαση, ή διαπραγμάτευση.

    Большой русско-греческий словарь > негоция

  • 31 соглашение

    ουδ.
    συμφωνία•

    привести стороны к -ю φέρω τις δυο πλευρές σε συμφωνία•

    соглашение мнений συμφωνία γνωμών•

    достигать -я, прийти к -ю καταλήγω σε συμφωνία.

    || το σύμφωνο•

    международные -я διεθνείς συμφωνίες•

    заключить соглашение κλείνω σύμφωνο.

    || σύμβαση•

    торговое соглашение εμπορική συμφωνία.

    Большой русско-греческий словарь > соглашение

  • 32 торг

    -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. εμπόριο•

    вести торг κάνω εμπόριο (εμπορεύομαι).

    2. παζάρεμα, διαπραγμάτευση. || συμφωνία, σύμβαση.
    3. η αγορά, το παζάρι.
    4. πλθ. δημοπρασία• πλειστηριασμός.
    α.
    εμπορικό επιμελητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > торг

  • 33 торговый

    επ., εμπορικός•

    торговый капитал εμπορικό κεφάλαιο•

    -ая сделка εμπορική σύμβαση•

    -дом εμπορικός οίκος•

    -ая база εμπορική βάση•

    торговый флот εμπορικός στόλος•

    торговый агент εμπορικός αντιπρόσωπος•

    торговый город εμπορική πόλη•

    -ые книги εμπορικά βιβλία (κατάστιχα).

    εκφρ.
    - ая баняπαλ. τα δημόσια λουτρά.

    Большой русско-греческий словарь > торговый

  • 34 трактат

    α.
    1. πραγματεία, μελέτη, εργασία•

    философский трактат φιλοσοφική πραγματεία,

    2. σύμβαση, συμφωνία διεθνής.

    Большой русско-греческий словарь > трактат

  • 35 трудовой

    επ.
    εργατικός, της δουλειάς•

    кодекс εργατικός κώδικας•

    -ая дисциплина εργατική πειθαρχία•

    трудовой день βλ. трудодень•

    -ые деньги τα χρήματα της δουλειάς•

    трудовой стаж τα χρόνια εργασίας ή υπηρεσίας•

    -ое законодательство εργατική νομοθεσία•

    -ое воспитание εργατική διαπαιδαγώγηση•

    -ая колония εργατική-αναμορφωτική αποικία (είδος ποινής ανήλικων εγκληματιών).

    || ο εργαζόμενος•

    -ое крестьянство η εργαζόμενη αγροτιά•

    трудовой народ ο εργαζόμενος λαός.

    εκφρ.
    - ая книжка – εργατικό βιβλιάριο•
    - ые резервы – εργατικές εφεδρείες•
    - ое соглашение – εργατική συμφωνία ή σύμβαση.

    Большой русско-греческий словарь > трудовой

См. также в других словарях:

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

  • σύμβαση — η συμφωνία, συμβόλαιο: Δεν τηρήθηκαν οι όροι της σύμβασης από τον εργοδότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβάσῃ — συμβάσηι , σύμβασις bringing one foot up to the other fem dat sg (epic ionic) συμβά̱σῃ , συμβαίνω stand with the feet together aor part act fem dat sg (attic epic ionic) συμβά̱σῃ , συμβαίνω stand with the feet together aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»