-
21 шар
-а (με τα αριθμητικά:2,3,4: шара) α.1. (γεωμ.) η σφαίρα.2. κάθε σφαιροειδές αντικείμενο•бильярдные -ы οι μπίλες του μπιλιάρδου.
3. παλ. σφαιρίδιο (ψηφοφορίας)•белый шар λευκό σφαιρίδιο (υπέρ)•
чрный шар το μαύρο σφαιρίδιο (κατά).
4. (απλ.) πλθ. шары, -ов τα μάτια.εκφρ.земной шар – γήινη σφαίρα•шар запить -ы – πίνω, το τσούζω, μεθώ•хоть -ом покати – τελείως άδειος, κενός. -
22 ядро
-а, πλθ. ядра, ядер, ядрам ουδ.1. ο πυρήνας, το κουκούτσι•ядро маслины κουκούτσι ελιάς, ο ελαιοπυρήνας.
2. το εσωτερικό μέρος•ядро древесины η εντεριώνη (δέντρου)•
ореха η ψίχα του καρυδιού•
ядро атома ο πυρήνας του ατόμου.
|| (βιολ.) το κύτταρο.3. μτφ. βάση, βάθρο•ядро разведывательного отряда ο πυρήνας του ανιχνευτικού τμήματος•
ядро партийной организации ο πυρήνας της κομματικής οργάνωσης.
|| μτφ. το βασικό, το κύριο,η ουσία•ядро вопроса η ουσία του ζητήματος•
-дела η ουσία της υπόθεσης.
4. παλ. σφαιροειδές βλήμα πυροβόλου, σφαίρα.5. (αθλτ.) η σφαίρα•соревнования по толканию -а αγώνες σφαιροβολίας.
-
23 глобус
η υδρόγειος (σφαίρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глобус
-
24 мяч
η μπάλα, το τόπι, η σφαίραручной - (вид спорта гандбол) η χειροσφαίρηση, το χάντμπολРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мяч
-
25 озоносфера
η οζοντόσφαιρα, η οζονό-σφαιραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > озоносфера
-
26 пуля
η σφαίρα, το βόλι, η βολίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пуля
-
27 тело
το σώμαинородное - мед. ξένο --качения (деталь подшипника) το στοιχείο κύλισης, разг. η σφαίραчёрное - физ. μέλαν/μαύρο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тело
-
28 термопауза
η θερμόπαυση, η επιφάνεια ανάμεσα στη μεσόσφαιρα και την εξώ-σφαιρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термопауза
-
29 шар
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шар
-
30 шарик
το σφαιρίδιοбелые кровяные - и см. лейкоцитыкрасные кровяные - и см. эритроцитыРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шарик
-
31 атмосфера
атмосфер||аж в разн. знач. ἡ ἀτμό-σφαίρα, ἡ ἀτμοσφαΐρα -
32 баллон
баллонм1. τό μπαλλόνι, ἡ ἐλαστική σφαίρα;2. тех. τό σφαιρικό[ν] ὑάλινο[ν] δοχεῖο[ν]. -
33 бильярдный
бильярд||ныйприл τοῦ σφαιριστηρίου, τοῦ μπιλιάρδου:\бильярдныйный шар ἡ σφαίρα σφαιριστηρίου, ἡ μπίλια. -
34 ватерполо
ватерполос нескл. спорт. ἡ ὑδατό-σφαιρα, τό (γ)ουῶτερ-πόλο. -
35 всадить
всадитьсов1. см. всаживать·2. (пулю) φυτεύω:\всадить кому́-л. пулю в лоб φυτεύω κάποιου μιά σφαίρα στό κεφάλι. -
36 земной
земи||ойприл γήινος, ἐπίγειος:\земной шар ἡ γήινη σφαίρα· \земнойая ось ὁ ἄξων τής γῆς· \земнойая кора ὁ φλοιός τής γής· ◊ \земной поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλιση. -
37 круг
кругм в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα. -
38 меткий
метк||ийприл прям., перен εὐστοχος πετυχημένος:\меткий стрелок ὁ ἐπιτήδειος σκοπευτής· \меткийая пуля ἡ εὐστοχη σφαίρα· \меткийое словцо́ ἡ πετυχημένη ἐκφραση [-ις] \меткийое замечание ἡ εὐστοχη παρατήρηση. -
39 навылет
навылетнареч διαμπερως:раненный пулей \навылет τραυματισμένος ἀπό σφαίρα διαμπερως. -
40 насквозь
насквозьнареч1. διαμπερῶς, πέρα γιά πέρα:пу́ля пробила легкое \насквозь ἡ σφαίρα πέρασε τό πνευμόνι πέρα γιά πέρα·2. перен (совершенно) разг ὁλοκληρωτικά, ἐντελώς:промокнуть \насквозь γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι· \насквозь прогнивший ἐντελώς σάπιος· ◊ видеть кого-л, \насквозь ξέρω τί καπνό φουμάρει.
См. также в других словарях:
σφαῖρα — ball fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαίρα — σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual (ionic) σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρᾳ — σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric aeolic) σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρόγειος σφαίρα — Το στερεό και το ρευστό μαζί τμήμα της Γης, χωρίς την ατμόσφαιρα. Το σχήμα της υ. είναι σχεδόν σφαιρικό, πιεσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον Ισημερινό (ελλειψοειδές). Εάν θεωρήσουμε ως βάση την επιφάνεια της θάλασσας, τότε το ψηλότερο… … Dictionary of Greek
σφαῖραι — σφαῖρα ball fem nom/voc pl σφαῖρα ball fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖραν — σφαῖρα ball fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek