Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+συνεδρίαση

  • 21 состояться

    состояться
    сов γίνομαι, λαμβάνω χώραν:
    заседание не \состоятьсяя́лось ἡ συνεδρίαση δέν Εγινε.

    Русско-новогреческий словарь > состояться

  • 22 суд

    суд
    м
    1. в разн. знач. τό δικαστήριο[ν]:
    Верховный Суд СССР τό 'Ανώτατο δικαστήριο τής ΕΣΣΔ· народный \суд τό λαϊκό δικαστήριο· военный \суд τό στρατοδικείο· военно-полево́й \суд τό στρατοδικείο ἐκστρατείας· заседание \суде́ ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· отдавать под \суд, предавать \суду́ παραπέμπω στό δικαστήριο· подавать в \суд на кого-л. κάνω μήνυση κάποιον быть под \судо́м εἶμαι ὑπόδικος· третейский \суд ἡ διαιτησία·
    2. (суждение, мнение) ἡ κρίση:
    \суд истории ἡ κρίση τής ιστορίας· ◊ товарищеский \суд τό συντροφικό δικαστήριο· \суд чести τό δικαστήριο τιμής.

    Русско-новогреческий словарь > суд

  • 23 судебный

    суде́бн||ый
    прил δικαστικός:
    \судебный исполнитель ὁ δικαστικός κλητήρας· \судебный следователь ὁ ἀνακριτής· \судебныйое следствие ἡ ἀνάκριση· \судебныйое разбирательство ἡ ἀκρόαση ὑπόθεσης στό δικαστήριό \судебныйое заседание ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· \судебный приговор ἡ δικαστική ἀπόφαση[-ις]· \судебныйые издержки τά δικαστικά ἔξοδα· \судебныйая медицина ἡ ἱατροδικαστική· \судебныйая ошибка ἡ δικαστική πλάνη.

    Русско-новогреческий словарь > судебный

  • 24 заседание

    [ζασιντάνιιε] ουσ. ο. συνεδρίαση

    Русско-греческий новый словарь > заседание

  • 25 заседание

    [ζασιντάνιιε] ουσ ο συνεδρίαση

    Русско-эллинский словарь > заседание

  • 26 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 27 гость

    -я, γεν. πλθ. -ей.
    1. φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης•

    идти в -и πηγαίνω μουσαφίρης•

    быть в -ях φιλοξενούμαι•

    незванный гость ακάλεστος μουσαφίρης•

    желанный гость ευπρόσδεκτος μουσαφίρης•

    почетный гость τιμητός ξένος (φιλοξενούμενος)•

    вы у нас редкий гость σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια.

    || ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος.
    2. προσκαλεσμένος (σε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)• места для -ей θέσεις για τους προσκαλεσμένους.
    3. έμπορος (συνήθως αλλοδαπός).
    εκφρ.
    из -ей прийти (вернутьсяκ.τ.τ.) έρχομαι από φιλοξενία•
    в -ях хорошо, а дома лучше – σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος παρμ.

    Большой русско-греческий словарь > гость

  • 28 заключительный

    επ.
    τελικός•

    -ое слово ο τελικός λόγος στο κλείσιμο (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• -ая часть доклада το τελικό (τελευταίο) μέρος της εισήγησης•

    -ое заседание τελευταία συνεδρίαση•

    заключительный баланс ισολογισμός στο τέλος του καθολικού•

    -ая сцена τελευταία πράξη (φινάλε) θεατρικού έργου•

    -ая часть επίλογος•

    заключительный акт τελική πράξη.

    Большой русско-греческий словарь > заключительный

  • 29 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 30 наличие

    ουδ.
    παρουσία ύπαρξη•

    заседание состоится при -ии кворума η συνεδρίαση θα γίνει, αν υπάρξει απαρτία.

    εκφρ.
    быть (оказать(ся) в -и – είμαι, βρίσκομαι,υπάρχων;•
    при --и – αν υπάρχει, -χουν.

    Большой русско-греческий словарь > наличие

  • 31 объединённый

    επ. από μτχ.
    ενωμένος, ενοποιημένος, κοινός•

    -ое заседание κοινή συνεδρίαση•

    организация -ых наций Οργάνωση Εν ωμ έν ων Εθν ών.

    Большой русско-греческий словарь > объединённый

  • 32 педсовет

    α.
    παιδαγωγικό συμβούλιο συνεδρίαση του καθηγητικού συλλόγου.

    Большой русско-греческий словарь > педсовет

  • 33 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 34 расширенный

    επ. από μτχ.
    1. πλατύς, ευρύς•

    -ое заседание πλατιά συνεδρίαση (με περισσότερα μέλη)•

    расширенный пленум πλατιά ολομέλεια•

    -ая программа πλατύ (μεγάλο) πρόγραμμα.

    2. μτφ. ελαστικός•

    -ое толкование закона πλατιά ερμηνεία του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > расширенный

  • 35 сессионный

    επ.
    της συνεδρίασης• για συνεδρίαση•

    -ое время ο χρόνος της συνεδρίασης•

    сессионный зал αίθουσα συνεδρίασης, -εων.

    Большой русско-греческий словарь > сессионный

  • 36 трибунал

    α.
    1. δικαστήριο•

    военный - το στρατοδικείο•

    революционный - επαναστατικό δικαστήριο•

    отдать под - παραπέμπωστο δικαστήριο.

    || η συνεδρίαση του δικαστηρίου.
    2. αθρσ. οι δικαστές.

    Большой русско-греческий словарь > трибунал

  • 37 утомительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    κουραστικός, κοπιαστικός, κοπιώδης•

    -ая дорога κουραστικός δρόμος•

    -ое путешествие κουραστικό ταξίδι•

    -ое заседание κουραστική συνεδρίαση.

    || πληκτικός, ανιαρός, βαρετός•

    утомительный разговор ανιαρή συνομιλία.

    Большой русско-греческий словарь > утомительный

  • 38 чрезвычайный

    επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;
    1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•

    -ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•

    чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•

    -ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.

    2. έκτακτος• απρόβλεπτος•

    -ые меры έκτακτα μέτρα•

    -ые расходы έκτακτα έξοδα•

    -аякомиссия έκτακτη επιτροπή•

    -ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•

    чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•

    чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•

    -ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•

    -ые налоги έκτακτοι φόροι.

    Большой русско-греческий словарь > чрезвычайный

  • 39 явить

    явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•

    он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.

    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•

    он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•

    вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•

    явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.
    3. γίνομαι αιτία•

    простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.

    || είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•

    у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•

    -лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•

    ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•

    -лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.

    Большой русско-греческий словарь > явить

См. также в других словарях:

  • συνεδρίαση — η συγκέντρωση ορισμένων προσώπων για συζήτηση κάποιου θέματος και λήψη αποφάσεων: Διακόπηκε η συνεδρίαση της βουλής για να ηρεμήσουν τα πνεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεδρίαση — η, / συνεδρίασις, άσεως, ΝΜ [συνεδριάζω] συνεδρία, σύσκεψη νεοελλ. (νομ.) η σύμπραξη τών μελών ενός συλλογικού οργάνου, λ.χ. συμβουλίου, δικαστηρίου, κοινοβουλίου, με σκοπό την έκδοση απόφασης και, ευρύτερα, τη διενέργεια πράξης, λ.χ. ψηφοφορίας …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ …   Dictionary of Greek

  • συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • συγκρότηση — η / συγκρότησις, ήσεως, ΝΜΑ [συγκροτῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκροτώ, η συνένωση σε ένα αρμονικό σύνολο, σύσταση, σχηματισμός («επιβάλλεται η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής») νεοελλ. 1. στον πληθ. οι συγκροτήσεις φυσ. οι παλμοί που… …   Dictionary of Greek

  • συνεδρία — η, ΝΑ, και συνέδρα Α [σύνεδρος] συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη αρχ. 1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.) 2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα τού συνέδρου 3. (για πτηνά) συναγελασμός 4. (ειδικά) η συνεδρίαση τής Ρωμαϊκής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»