Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+συγκατάθεση

  • 21 высватать

    ρ.σ.μ. παλ. παίρνω τη συγκατάθεση των γονέων του κοριτσιού ή του παιδιού για γάμο.

    Большой русско-греческий словарь > высватать

  • 22 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 23 дозволение

    ουδ.
    παλ. άδεια, συγκατάθεση, συναίνεση• έγκριση.

    Большой русско-греческий словарь > дозволение

  • 24 заручиться

    -чусь, -чишься
    ρ.σ. προεξα-σφαλίζω• заручиться чьим-н. согласием, подцержекой εξασφαλίζω τη συγκατάθεση, την υποστήριξη κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > заручиться

  • 25 засватать

    ρ.σ.μ. (απλ. παλ.) προξενεύω, αποσπώ τη συγκατάθεση των γονέων του κοριτσιού.

    Большой русско-греческий словарь > засватать

  • 26 изъявить

    -явлю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    εκδηλώνω, φανερώνω, εμφαίνω εξωτερικεύω!•

    -желание εκδηλώνω την επιθυμία•

    изъявить согласие εκφράζω συγκατάθεση.

    εκδηλώνομαι, φανερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > изъявить

  • 27 искать

    ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.
    1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•

    искать книгу γυρεύω το βιβλίο•

    искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•

    искать место ψάχνω θέση•

    в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.

    || ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.
    2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•
    3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.
    εκφρ.
    искать чьей рукиπαλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).
    ερευνούμαι• αναζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > искать

  • 28 ну-ну

    επιφ.
    1. βλ. ну (1, 3 σημ.).
    2. (για συγκατάθεση) καλά.—καλά, ναι—ναι.

    Большой русско-греческий словарь > ну-ну

  • 29 увод

    α.
    μεταφορά, μετακίνηση• πάρσιμο•

    увод раненых μεταφορά των τραυματιών.

    || απαγωγή, κλέψιμο (χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων).
    (τεχ.) μετατόπιση, παρέκκλιση, ξέ-φευγμα (από την κανονική θέση).

    Большой русско-греческий словарь > увод

  • 30 условный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. συνθηματικός, συμφωνημένος• συμβατικός•

    условный знак συνθηματικό σημάδι•

    условный сигнал το σύνθημα•

    -стук συνθηματικός χτύπος•

    условный свист συνθηματικό σφύριγμα•

    условный язык συνθηματική γλώσσα.

    2. γινόμενος με όρο•

    -ое согласие η με όρους συγκατάθεση•

    условный приговор καταδίκη με αναστολή.

    3. σχετικός (όχι απόλυτος).
    4. τυπικός, υποθετικός•

    -ая линия τυπική (νοερή) γραμμή.

    5. συμβολικός•

    -ая декорация συμβολική διακόσμηση•

    условный жест συμβολική χειρονομία.

    6. (γραμμ.) υποθετικός•

    условный союз υποθετικός σύνδεσμος•

    -ое предложение υποθετική πρόταση•

    -ое наклонение υποθετική έγκλιση.

    7. τυπικός, συμβατικός (παρμένος σαν βάση).

    Большой русско-греческий словарь > условный

  • 31 уход

    α.
    1. φυγή• αναχώρηση•

    уход из семьи φυγή από την οικογένεια•

    уход с работы η φυγή (σκάσιμο) από τη δουλειά•

    до -а πριν την αναχώρηση•

    перед самым -ом λίγο πριν την αναχώρηση.

    2. απομάκρυνση• έξοδος•

    уход со сцены απομάκρυνση από τη σκηνή, εγκατάλειψη της σκηνής•

    уход в отставку η παραίτηση.

    εκφρ.
    выйти -ом (замуж) ή взять -ом (жену)παλ. παντρεύομαι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων.
    α.
    περιποίηση, φροντίδα, μέρ ιμνα. уход за посевами περιποίηση των σπαρτών•

    уход за ранеными περιποίηση των τραυματιών•

    уход за цветами περιποίησητων λουλουδιών.

    Большой русско-греческий словарь > уход

См. также в других словарях:

  • συγκατάθεση — η παραδοχή, συναίνεση: Δεν παντρεύεται χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της. – Ζητώ τη συγκατάθεση κάποιου. – Δίνω τη συγκατάθεσή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκατάθεση — η / συγκατάθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α [συγκατατίθημι] επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.) νεοελλ. (νομ.) συναίνεση προϋποθετική τού κύρους δικαιοπραξίας αρχ. 1. συμφωνία 2.… …   Dictionary of Greek

  • συναίνεση — η / συναίνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συναίνησις Α [συναινώ] συγκατάθεση, συγκατάνευση, αποδοχή νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) δήλωση επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική τού κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας 2. διεθν. δίκ. τρόπος υιοθέτησης μιας απόφασης… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»