Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+συγκέντρωση

  • 81 нагон

    α.
    1. συγκέντρωση, συνάθροιση, μάζευμα.
    2. βάλσιμο, πέρασμα με χτυπήματα.
    3. απόσταξη.

    Большой русско-греческий словарь > нагон

  • 82 накопление

    ουδ.
    1. (εν)αποταμίευση, οικονομία.
    2. απόκτηση συσσώρευση, μάζεμα, συγκέντρωση•

    накопление капитала συσσώρευση κεφαλαίου•

    источники -я πηγές συσσώρευσης•

    накопление опыта, знаний απόκτηση πείρας, γνώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > накопление

  • 83 наплыв

    α.
    1. συρροή, συγκέντρωση, μάζεμα.
    2. πρόσχωμα• κατακάθια, λάσπη.
    3. εξόγκωμα, ρόζος δέντρων.
    4. όγκος στην οπλή ζώων.
    5. (κινημτγ.) ομαλή αλλαγή σκηνών.

    Большой русско-греческий словарь > наплыв

  • 84 недобор

    α.
    ελλειπής συγκέντρωση, είσπραξη, πάρσιμο, εισδοχή ή πρόσληψη•

    недобор налогов η μη πλήρης είσπραξη των φόρων•

    сту-днтов ελλειπής πρόσληψη φοιτητών•

    покрыть недобор καλύπτω την ελλεώή είσπραξη.

    Большой русско-греческий словарь > недобор

  • 85 отобрание

    ουδ.
    1. αφαίρεση, πάρσιμο.
    2. κατάσχεση, δήμευση.
    3. συγκέντρωση, περισυλλογή.

    Большой русско-греческий словарь > отобрание

  • 86 пионерский

    επ.
    πιονιέρικος, των πιονέρων•

    пионерский галстук πιονιέρικη γραβάτα•

    пионерский слт πιόνι έρικη συγκέντρωση•

    -ая организация πιονιερικη οργάνωση.

    Большой русско-греческий словарь > пионерский

  • 87 подсочить

    ρ.σ.μ. σχίζω τη φλούδα δέντρου (για συγκέντρωση χυμού, ρητίνης).

    Большой русско-греческий словарь > подсочить

  • 88 подсочка

    θ.
    σχισμή της φλούδας δέντρου (για συγκέντρωση χυμού ή ρητίνης).

    Большой русско-греческий словарь > подсочка

  • 89 пожертвование

    ουδ.
    1. θυσία•

    пожертвование жизнью θυσία ζωής.

    2. δωρεά• εισφορά•

    крупное пожертвование μεγάλη δωρεά•

    сбор -ий συγκέντρωση εισφορών.

    Большой русско-греческий словарь > пожертвование

  • 90 предвыборный

    επ.
    προεκλογικός•

    -ая речь προεκλογικός λόγος•

    -ое собрание προεκλογική συγκέντρωση.

    Большой русско-греческий словарь > предвыборный

  • 91 пропеть

    ρ.σ.μ.
    1. τραγουδώ, άδω ψέλνω. || λαλώ•

    петухи -ли второй раз τα κοκόρια λάλισαν δεύτερη φορά.

    || κελαηδώ•

    всю весну пропетьел соловой όλη την Ανοιξη κελάηδησε το αηδόνι.

    || σαλπίζω, σημαίνω
    кавалерийская труба -ла сбор η σάλπιγγα του ιππικού σήμανε συγκέντρωση (προσκλητήριο). || σφυρίζω•

    пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω•

    оси ο το κεφάλι.

    2. χάνω τη φωνή από το πολύ τραγούδισμα.
    3. τραγουδώ, κελαηδώ κλπ. ρ. (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > пропеть

  • 92 пятиминутка

    θ.
    συνέλευση, συγκέντρωση πρόχειρη, σύντομη (πέντε λεπτών).

    Большой русско-греческий словарь > пятиминутка

  • 93 рекуперация

    -ι β.
    1. επανάκτηση.
    2. συγκέντρωση και χρησιμοποίηση καταλείπων.

    Большой русско-греческий словарь > рекуперация

  • 94 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

  • 95 сбирание

    ουδ.
    συγκέντρωση, μάζεμα της σοδειάς• συγκομιδή•

    сбирание винограда ο τρύγος.

    Большой русско-греческий словарь > сбирание

  • 96 сборище

    ουδ.
    1. συνάθροιση, σύναξη, συναγωγή• πλήθος• όχλος.
    2. συγκέντρωση (για εργασία, διασκέδαση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > сборище

  • 97 скоп

    α.
    1. (παλ. κ. απλ.) συσσώρευση• συγκέντρωση.
    2. απόθεμα.
    εκφρ.
    всем -ом – από κοινού, όλοι μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > скоп

  • 98 скопище

    ουδ.
    συγκέντρωση ανθρώπων.

    Большой русско-греческий словарь > скопище

  • 99 слёт

    α.
    1. πτήση ομαδική.
    2. συγκέντρωση, συνάθροιση, σύναξη.
    α.
    1. πτήση, πέταγμα•

    убить птицу на -е σκοτώνω το πουλί στο πέταγμα.

    2. βγάλσιμο, εξαγωγή, ξεπέταγμα•

    слёт нити со шпули ξεπέταγμα της κλωστής από το μασούρι.

    Большой русско-греческий словарь > слёт

  • 100 снятие

    ουδ.
    1. άρση παύση, σταμάτημα; λύση•

    снятие блокады άρση του αποκλεισμού•

    снятие осады λύση της πολιορκίας.

    2. συγκέντρωση, μά-ζευμα• συγκομιδή•

    снятие урожая μαζευμα της σοδειάς.

    3. βγάλσιμο, αφαίρεση• πάρσιμο.
    4. απόλυση, παύση.
    5. απόσυρση.
    6. τράβηγμα, φωτογράφηση. || διαγραφή•

    снятие с учта διαγραφή.

    Большой русско-греческий словарь > снятие

См. также в других словарях:

  • συγκέντρωση — Στη χημεία σ. λέγεται η αναλογία μιας ουσίας που υπάρχει σ’ ένα μείγμα στερεό, υγρό ή αέριο. Η σ. μπορεί να εκφραστεί κατά διάφορους τρόπους, γενικά όμως ορίζεται με την ποσότητα της ουσίας που περιέχεται στη μονάδα του όγκου. Στα υγρά μείγματα… …   Dictionary of Greek

  • συγκέντρωση — η 1. συνάθροιση, μάζεμα: Δεν ήταν δυνατή η συγκέντρωση όλων των μελών της κυβέρνησης. 2. σύνολο ανθρώπων συγκεντρωμένων σε ένα μέρος: Στην πολυπληθή συγκέντρωση μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου. 3. αφοσίωση σε κάτι, απασχόληση της σκέψης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος …   Dictionary of Greek

  • ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… …   Dictionary of Greek

  • πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… …   Dictionary of Greek

  • συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»