-
21 крутой
επ., βρ: крут, крути, круто; круче.1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•берег κρημνώδης ακτή•
крутой подъм απότομος ανήφορος•
крутой спуск απότομος κατήφορος•
крутой поворот απότομη στροφή.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая перемена απότομη αλλαγή•
крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.
3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•-ые меры σκληρά μέτρα•
-ые слова βαριά λόγια.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός•крутой мороз δυνατή παγωνιά•
крутой ветер σφοδρός άνεμος.
4. πηχτός, σφιχτός•-ая каша πηχτός χυλός•
-ое тесто σφιχτό ζυμάρι•
-ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.
εκφρ.крутой кипяток – χοχλαστό νερό. -
22 наведение
-я ουδ.1. οδήγηση. || κατεύθυνση.2. ώθηση, σπρώξιμο, παρακίνηση, προτροπή. || γύρισμα, στροφή (συνομιλίας, λόγου).3. μτφ. εμβολή προξένηση, πρόκληση (φόβου, θλίψης κ.τ.τ.).4. κατεύθυνση, στροφή, γύρισμα•наведение телескопа на луну κατεύθυνση του τηλεσκόπιου στο φεγγάρι.
|| (στρατ.) σκόπευση.5. κατασκευή, φτιάξιμο.6. πέρασμα, κάλυψη με μπογιά, βερνίκι κ.τ.τ.7. πρόσδοση.8. προσκόμιση.9. γέννηση (πολλών). -
23 поворачивание
-я ουδ.στροφή,γύρισμα•головы στροφή του κεφαλιού.
-
24 поворот
-а α.1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•поворот винта στρίψιμο της βίδας.
2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•
поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•
обратный поворот μεταστροφή.
εκφρ.от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη. -
25 полуоборот
-а α.η μισή στροφή•полуоборот колеса μισή στροφή του τροχού.
-
26 разворот
-а α.1. (απλ.) γκρέμισμα, χάλα-μα.2. βλ. развртка 23. ανάπτυξη, εξέλιξη.4. μετασχηματισμός.5. στροφή•разворот танка η στροφή του τανκς.
6. αναστροφή, η εσωτερική όψη (διπλωμένου φύλλου). -
27 виток
1. (ленточный сердечник) το τύλιγμα 2. (обмотки электроаппарата) η σπείρα, το τύλιγμα 3. (пружины) η σπείρα 4. (стружки) το κυμάτιο, η γρέζα 5. (вокруг земного шара) η περιστροφή (γύρω από τη Γή) б.(резьбы) η στροφή σπειρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виток
-
28 выдвиг
(судна при развороте) η απόσταση που διατρέχει το πλοίο (μέχρι να ανταποκριθεί στη στροφή του πηδαλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдвиг
-
29 диверсификация
η διασπορά της δραστηριότητας, η στροφή προς πολλές ταυτοχρόνως κατευθύνσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диверсификация
-
30 дрейф
(отклонение от курса судна) η παρέκκλιση/εκτροπή του πλοίου από την πορεία του (λόγω ρεύματος, κύματος ή ανέμου)судно лежит на - е το πλοίο είναι ακινητοποιημένο/δεν μπορεί να κινηθείРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрейф
-
31 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
32 оборот
1. (полный круг при вращении) η περιστροφ/ή, η στροφή... - OB В минуту... - ές ανά λεπτό2. (спутника) η περιστροφή 3. (возврат в процесс) хим. η ανάκτηση, η ανακύκλωση 4. эк. о κύκλος εργασιών 5. (выражение) литер. η έκφρασητο ιδίωμα б.-ы мн. (скорость) οι στροφέςнабирать{}увеличивать{} - αυξάνω τις -сбавлять{}уменьшать{} - μειώνω τις-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборот
-
33 поворачивание
η στροφή, το γύρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поворачивание
-
34 поворот
1. (изменение направления) η στροφή 2. (изгиб) η κύρτωση, το κύρτωμα, η κάμψη 3 (вращение) η περιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поворот
-
35 полуоборот
η μισή στροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полуоборот
-
36 проворачивание
тех. η στροφή, η περιστροφή-ть στρέφω, γυρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проворачивание
-
37 строфа
литер. η στροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строфа
-
38 вольт
вольт Iм эл. τό βολτ.вольт IIм спорт. ἡ βόλτα, ἡ στροφή/ ἡ ἀποφυγή κτυπήματος (в фехтовании). -
39 закругление
закругл||ениес1. (действие) ἡ στρογ-γύλωση [-ις], τό στρογγύλεμα·2. (линия) ἡ καμπή, ἡ στροφή. -
40 извив
извивм ὁ ἐλιγμός, ἡ καμπή, ἡ στροφή.
См. также в других словарях:
στροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek
στροφή — η 1. κυκλική κίνηση, περιστροφή. 2. αλλαγή κατεύθυνσης: Έκανε στροφή 180 μοιρών. 3. γωνία δρόμου: Στη στροφή ανατράπηκε το φορτηγό. 4. σημείο κάμψης, καμπή. 5. μέρος ποιήματος: Ο εθνικός ύμνος αποτελείται από 158 στροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στροφῇ — στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφῆ — στροφεύς vertebra masc nom/voc/acc dual στροφεύς vertebra masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφη — στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στροφάω turn hither and thither imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφῆι — στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστιχο — Στροφή της κλασικής μετρικής που αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο, και χρησιμοποιείται στην ελεγεία και στο επίγραμμα. Το αρχαιότερο γνωστό δ. είναι το δ. της ελεγείας του Καλλίνου (περ. 670 π.Χ.), αλλά εικάζεται ότι … Dictionary of Greek
στροφαῖν — στροφή turning fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαῖς — στροφή turning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαῖσιν — στροφή turning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)