-
101 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
102 женьшень
το τζίγκ-σέγκ, το τζενκ-σένκη απω-ανατολίτικη ρίζα που διαθέτει φαρμακευτικές ιδιότητες (εν είδει πανάκειας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > женьшень
-
103 зуб
1. тех. (во мн ч зубья) το δόντι, ο οδούςграбельный - του δίχαλου, διχαλωτό -2. (орган во рту для кусания, измельчения и разжевывания пищи) (во мн. ч зубы) το δόντ/ιкоронка - а анат. μύλη του - ιούглазной - ο κυνόδους, ο κυνόδονταςмолочный - γάλακτος, ο γαλαξίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зуб
-
104 извлекать
1. (получать продукт в химической технологии) αποσπώ 2. (сопутствующий или побочный продукт) επανακτώ 3. (удалять) αφαιρώ 4. (вынимать, доставать откуда-л.) εξάγω, βγάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > извлекать
-
105 корневище
1. (подземный стебель) το ρίζωμα 2. (главный корень) η κυρία ρίζα (του φυτού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корневище
-
106 непровар
(св.) η κακή διείσδυση (στην ηλεκτροκόλληση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непровар
-
107 ножка
(опора, стойка) το πόδιτο ποδαράκι, το στήριγματο σκέλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ножка
-
108 переносица
η ρίζα/βάση της μύτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переносица
-
109 проход
1. (часть операции) η διαδρομή, η βόλτα (ξεν.)- в корне шва первый (св.) πρώτη - στη ρίζα της ραφήςперекрывающий (св.) - της υπερκάλυψηςпоследний - (св.) τελική -чистовой - лес. η τελική κοπή2. (место, по которому можно пройти) η διάβαση 3. (пролёт) η πτέρυγα, ο διάδρομος 4. (мед., анат.) о πόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проход
-
110 сапонария
(мыльнянка) бот. η σαπω-ναρία, η ρίζα του φαρμακευτικού σαπωνό-φυτουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сапонария
-
111 солодка
бот. (лакричник) η γλυκόρ-ριζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > солодка
-
112 хвост
η ουράласточкин - тех. η χελιδονοουράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хвост
-
113 штамб
бот. о κορμός δέντρου (από τη ρίζα μέχρι τα κλαδιά του)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штамб
-
114 зло
зло Iс τό κακό:причинять \зло кому-л. κάνω κακό σέ κάποιον употреблять что-либо во \зло καταχρώμαι, χρησιμοποιώ για τό κακό· ◊ корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· из двух зол выбирают меньшее δύο κακών προκειμένων τό μή χείρον βέλτισ-τον.зло IIнареч κακόβουλα, κακοβούλως, μοχθηρά, μέ κακία[ν]:\зло отвечать кому́-либо ἀπαντῶ σέ κάποιον μέ κακία. -
115 квадратный
квадрат||ныйприл1. мат τετραγωνικός:\квадратныйный корень ἡ τετραγωνική ρίζα· \квадратныйный метр τό τετραγωνικό μέτρο· \квадратныйное уравнение ἡ τετραγωνική ἐξίσωση [-ις]·2. (имеющий форму квадрата) τετράγωνος, τετράπλευρος:\квадратныйные скобки οἱ ἀγκύλες. -
116 клоп
клопм1. ὁ κοριός, ὁ κορεός, ἡ κό-ριζα·2. (о ребенке) разг τό παιδαρέλι. -
117 корешок
корешокм1. ἡ ρίζα·2. (книги и т. ἡ) ἡ ράχη τοῦ βιβλίου·3. (квитанционной книжки) τό στέλεχος. -
118 кубический
кубическ||ийприл мат κυβικός:\кубический корень ἡ κυβική ρίζα· \кубическийие меры τά κυβικά μέτρα. -
119 переносица
переносицаж ἡ ρίζα τής μύτης. -
120 пресекать
пресе||катьнесов βάζω τέρμα (положить конец) I καταστέλλω (подавлять) / σταματώ (прерывать):\пресекать зло в ко́рие σταματώ τό κακό στή ρίζα του.
См. также в других словарях:
ῥίζα — ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc/acc dual ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ρίζα — η 1. τομέσα στη γη τμήμα του βλαστού κάθε φυτού και με επέκταση ολόκληρο το φυτό: Πούλησε πενήντα ρίζες ελιές. 2. μτφ., βάση, θεμέλιο: Στη ρίζα του βουνού υπήρχε μια πηγή. 3. πρώτη αρχή, αιτία: Από την αρχή δε χτυπήθηκε το κακό στη ρίζα του. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥίζᾳ — ῥίζαι , ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριζά — τα, Ν πρόποδες βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα, κατά τα: χαμηλά, ψηλά] … Dictionary of Greek
Κάτω Ριζά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Τα Κ.Ρ. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου … Dictionary of Greek
ῥίζας — ῥίζᾱς , ῥίζα root fem acc pl ῥίζᾱς , ῥίζα root fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαι — ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαν — ῥίζᾱν , ῥίζα root fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζᾶν — ῥίζα root fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζέων — ῥίζα root fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)