-
61 ἐκριζόω
ἐκριζόω 1 aor. ἐξερίζωσα, pass. ἐξεριζώθην, 1 fut. ἐκριζωθήσεται (ἐκ + ῥίζα; Aesop 179 H.; Babrius 36, 8 L-P.; Geopon. 3, 5, 8; SIG 889, 9f; 1239, 16f; PapRyl 583, 15; Sb 7188, 25 [both II B.C.]; PCairMasp 87, 9; LXX; TestAsh 1:7; 4:2; SibOr, Fgm. 3, 21)① pull up or out by the roots, uproot, of vegetation (Wsd 4:4; TestSol 6:1 D McCown) grain w. weeds Mt 13:29.—15:13; a tree (SIG 889, 9f; Da 4:14, 26) ἐκριζώθητι be uprooted Lk 17:6. δένδρα ἐκριζωθέντα uprooted trees Jd 12.② to destroy from the bottom up, uproot, utterly destroy fig. ext. of 1 (SIG 1239, 16f; Sir 3:9; Zeph 2:4 al.) a people 1 Cl 6:4. Of doubt: πολλοὺς ἐκριζοῖ ἀπὸ τῆς πίστεως it uproots many fr. the faith Hm 9:9.—DELG s.v. ῥίζα. M-M. TW. -
62 ῥιζόω
ῥιζόω (ῥιζα; Hom. et al.; LXX; PsSol 14:4; Philo; Jos., Bell. 4, 471) aor. ἐρρίζωσα Sir 24:12; pf. 3 sg. ἐρρίζωκεν Sir 3:28. Pass.: aor. 3 pl. ἐρριζώθησαν Jer 12:2; pf. ptc. ἐρριζωμένος (w. double ρ; s. Schwyzer I 731f) ‘cause to take root’, mostly fig., ‘put on a firm foundation, fix firmly’ (Hom. et al.) pass. be/become firmly rooted/fixed (Pla., Ep. 7, 336b ἐξ ἀμαθίας πάντα κακὰ ἐρρίζωται; Sext. Emp., Math. 1, 271; Kaibel 1078, 7 of a bridge αἰώνιος ἐρρίζωται) ἐρριζωμένοι: ἐν ἀγάπῃ Eph 3:17, ἐν αὐτῷ (the Lord) Col 2:7 (Nicander, Ther. 183 ῥιζοῦσθαι ἐν=be firmly rooted in; Philosoph. Max. 499, 38 ῥιζωθέντες ἐκ θεοῦ).—DELG s.v. ῥίζα. M-M. TW. -
63 πικρός
πικρός, bei Dichtern auch 2 Endgn, wie Od. 4, 406, eigtl. spitz, scharf (vgl. Buttm. Lexil. I p. l 7), ὀϊστός, βέλεμνα, Hom.; γλωχίν, Soph. Trach. 678; daher übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; – a) vom Geschmack, herb, bitter; ῥίζα, Il. 11, 846; ἅλμη, Od. 5, 322; ähnlich δάκρυον, 4, 153; ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς οἶνος, Aesch. Ag. 944; πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ, Soph. frg. 733; Ggstz von γλυκύς, Her. 7, 35; so auch τὸ λεγόμενον πικρῷ γλυκὺ μεμιγμένον, Plat. Phil. 46 c; πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί, Tim. 86 e. – b) vom Geruch, durchdringend, Od. 4, 406. – c) vom Gefühl, stechend, schneidend, tief schmerzend, ὠδῖνες, Il. 11, 271, wie Soph. Trach. 41, u. eben so, πικροῠ τοῠδ' αἰόλου κνώδοντος, Ai. 1003. – d) vom Gehör, durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen, Ar. Pax 795, πικρᾶς οἰμωγᾶς, Soph. Phil. 189, φϑόγγος, O. C. 1606, u. ä., πικρᾶς ὄρνιϑος ὀξὺν φϑόγγον, Ant. 419. – el überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt, Od. 17, 448; πικροτάτα τελευτά, Pind. I. 6, 43; δύαι, Aesch. Prom. 178; τιμωρία, Pers. 465; γάμου πικρὰς τελευτάς, Ag. 725, λύπη, Soph. bl. 644; ἀγῶνες, Ai. 1218; vgl. πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι, El. 462; νόστος, Eur. Phoen. 956; λύπη, Or. 1105; πικροτάτους δεσμούς, Bacch. 634; πικροὺς ἰγώ σοι δείξω νόμους, Ar. Av. 1045; u. in Prosa; ούδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον, Antiph. 2 β 4; χαλεπὴν καὶ σφόδρα πικρὰν γειτονίαν, Plat. Legg. VIII, 843 c; λόγοι, Gorg. 522 b. – f) auch von Personen, heftig, jähzornig, bes. feindselig, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, Aesch. Ch. 232; ἄϑεον ἄνδρα καὶ τοκεῠσιν πικρόν, Eum 147; πικρὸς πολίταις ἐστίν, Eur. Med. 224, u. öfter; εἴς τινα, Her. 1, 123; πονηρὸς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης vrbdt Dem. 25, 45; u. so adv., ὠμῶς καὶ πικρῶς ἔχειν ἐπί τινι, ib. 83; τύραννος, Pol. 7, 13, 7; δικαστής, streng, 5, 41, 3; καὶ ἀπαραίτητος u. ä. oft (vgl. Arist. eth. 4, 11); u. so auch im adv., πικρῶς διακεῖσϑαι πρός τινα, 4, 14, 1; πικρότατα χρῆσϑαί τινι, 1, 72, 3, u. a. Sp. – [ Hom. braucht ι lang, es findet sich aber auch kurz, Soph. Ai. 500, Theocr. 8, 74]
-
64 σύ-αγχος
-
65 σκίρος
-
66 χαλβανίς
χαλβανίς, ίδος, ἡ, ῥίζα, die Wurzel jener Doldenpflanze, Nic. Th. 568.
-
67 βριαρός
βριαρός, stark, fest; im Hom. Beiwort des Helms: κόρυϑα βριαρήν Iliad. 11, 375. 18, 611. 22, 112, ἐν κόρυϑι βριαρῇ Iliad. 16, 413. 579, νευστάζων κόρυϑι βριαρῇ Iliad. 20, 162, τρυφάλειαν βριαρήν Iliad. 19, 381; – Sp. Ep., wie Coluth. 30; ῥίζα Nic. Ther. 659; δέμας Tryph. 19.
-
68 γυι-αλθής
-
69 κιρκαία
κιρκαία, ἡ, eine Pflanze, circaea, Diosc. u. a. Medic.; – κιρκαία ῥίζα, ein Zaubermittel, von der Kirke benannt.
-
70 κεφαλ-ώδης
κεφαλ-ώδης, ες, = κεφαλοειδής, ῥίζα Theophr.
-
71 εὐ-ήρατος
εὐ-ήρατος, liebenswürdig, σταϑμοί, φιλοφροσύναι, ῥίζα χϑονός, Pind. Ol. 5, 9. 6, 98 P. 9, 8; κάλλος Telest. bei Ath. XIV, 617 a.
-
72 μελί-ζωρος
μελί-ζωρος, von lauterem Honig, ποτόν, Phaedim. Ath. XI, 498 e; τὸ μ., = μελίκρατον, Nic. Al. 205; auch = süß wie Honig, ῥίζα μελίζωρος πάσασϑαι Ther. 663.
-
73 βαθύῤ-ῥιζος
βαθύῤ-ῥιζος ( ῥίζα), tiefgewurzelt, Soph. Tr. 1185; Theophr.; Ap. Rh. 1, 1199.
-
74 αἴθαλος
-
75 ἀσθενόῤ-ῥιζος
ἀσθενόῤ-ῥιζος ( ῥίζα), mit schwacher Wurzel, Theophr.
-
76 ἀ-δίψητος
-
77 ἀθερηΐς
-
78 ἄπ-οξυς
-
79 ἄγχουσα
-
80 ἄῤ-ῥιζος
См. также в других словарях:
ῥίζα — ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc/acc dual ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ρίζα — η 1. τομέσα στη γη τμήμα του βλαστού κάθε φυτού και με επέκταση ολόκληρο το φυτό: Πούλησε πενήντα ρίζες ελιές. 2. μτφ., βάση, θεμέλιο: Στη ρίζα του βουνού υπήρχε μια πηγή. 3. πρώτη αρχή, αιτία: Από την αρχή δε χτυπήθηκε το κακό στη ρίζα του. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥίζᾳ — ῥίζαι , ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριζά — τα, Ν πρόποδες βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα, κατά τα: χαμηλά, ψηλά] … Dictionary of Greek
Κάτω Ριζά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Τα Κ.Ρ. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου … Dictionary of Greek
ῥίζας — ῥίζᾱς , ῥίζα root fem acc pl ῥίζᾱς , ῥίζα root fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαι — ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαν — ῥίζᾱν , ῥίζα root fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζᾶν — ῥίζα root fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζέων — ῥίζα root fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)