-
21 успех
успе||хм1. ἡ ἐπιτυχία:добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία. -
22 прогресс
[πραγκριέσς] ουσ. α. πρόοδος -
23 прогрессия
[πραγκριέσσηηα] ουσ. θ. (μαθ.) πρόοδος -
24 успеваемость
[ουσπιβάιμαστ'] ονσ. θ. επίδοση, πρόοδος -
25 прогресс
[πραγκριέσς] ουσ α πρόοδος -
26 прогрессия
[πραγκριέσσηηα] ουσ θ (μαθ) πρόοδος -
27 успеваемость
[ουσπιβάιμαστ'] ονσ. θ. επίδοση, πρόοδος -
28 вперед
επίρ.1. (δείχει κατεύθυνση) εμπρός, μπρος, μπροστά, προς τα μπρος•шагать вперед βαδίζω προς τα μπρος•
продвинуться вперед προχωρώ μπροστά• вперед, ребята! εμπρός, παιδιά!• вперед, к победе! εμπρός, προς (για) τη νίκη!•
идти -προπορεύομαι.
2. στο εξής, στο μέλλον, άλλη φορά•вперед будьте осмотрительнее στο εξής να είστε προσεχτικότεροι.
3. πριν, προτού, πρώτα, προηγούμενα•вперед подумай, а потом скажи πρώτα να σκεφτείς κι ύστερα να πεις, πρώτα σκέψου και μετά πες.
4. πρώτα, προηγούμενα, εκ των προτέρων•заплатить вперед προπληρώνω.
5. (επιφ.) εμπρός!•взвод вперед ! διμοιρία, εμπρός!
εκφρ.шаг вперед – ένα βήμα μπρος (μερική πρόοδος). -
29 отставание
-я ουδ.1. αργοπορία, βραδυπορία, καθυστέρηση• παραμονή.2. ξεκόλλημα, απόσπαση• πέσιμο. || μτφ. καθυστέρηση, μη πρόοδος. -
30 преуспевание
-я ουδ.επιτυχία• πρόοδος, ευημερία, ευδαιμονία• άνθιση. -
31 социальный
επ.κοινωνικός•социальный прогресс κοινωνική πρόοδος•
социальный состав населения κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού•
-ые противоречия κοινωνικές αντιθέσεις•
-ое положение η κοινωνική θέση•
-ые науки κοινωνικές επιστήμες.
εκφρ.социальный дарвинизм – κοινωνικός δαρβινισμός (αντιδραστικό κοινωνιολογικό ρεύμα)•социальный мир – κοινωνική ειρήνη (παραλλαγή της ειρήνης των τάξεων)•-ое обеспечение ή страхование – κοινωνική ασφάλιση. -
32 успеваемость
-и θ.επίδοση, πρόοδος•учащихся η επίδοση των μαθητών, ευμάθεια.
-
33 шествие
-я ουδ.πορεία, όδευση• παρέλαση•марафонское шествие μαραθώνια πορεία•
маскарадное шествие πορεία προσωπιδοφόρων•
первомайское шествие πρωτομαγιάτικη παρέλαση.
|| πομπή, συνοδεία•погребальное шествие πομπή κηδείας•
шествие тронулось η πομπή ξεκίνησε.
|| ανάπτυξη, πρόοδος•триумфальное шествие демократии и социализма θριαμβευτική πορεία της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόοδος — 1 going before masc/fem nom sg πρόοδος 2 going on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρόοδος — (proodos) (греч.) см. Μονή. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
πρόοδος — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προοδεύω: Η πρόοδος των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας βοήθησαν πολύ το σύγχρονο άνθρωπο. 2. (μαθημ.), σειρά αριθμών που ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο με την πρόσθεση του ίδιου πάντα αριθμού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόοδον — πρόοδος 1 going before masc/fem acc sg πρόοδος 1 going before neut nom/voc/acc sg πρόοδος 2 going on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδοις — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat pl πρόοδος 2 going on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδου — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen sg πρόοδος 2 going on fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδους — πρόοδος 1 going before masc/fem acc pl πρόοδος 2 going on fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδων — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen pl πρόοδος 2 going on fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδῳ — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat sg πρόοδος 2 going on fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοδοι — πρόοδος 1 going before masc/fem nom/voc pl πρόοδος 2 going on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)