-
1 прогресс
прогрессм ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:\прогресс науки ἡ πρόοδος τής ἐπιστήμης, ἡ ἐπιστημονική πρόοδος. -
2 прогрессия
прогрессияж мат ἡ πρόοδος:арифметическая \прогрессия ἡ ἀριθμητική πρόοδος· геометрическая \прогрессия ἡ γεωμετρική πρόοδος. -
3 прогрессия
-и θ. (μαθ.) πρόοδος•арифметическая ή расностная прогрессия αριθμητική πρόοδος•
геометрическая ή кратная прогрессия γεωμετρική πρόοδος.
-
4 научно-технический
научно-технический: \научно-технический прогресс η επιστημονικοτεχνική πρόοδος· \научно-техническийая революция см. НТР* * *нау́чно-техни́ческий прогре́сс — η επιστημονικοτεχνική πρόοδος
нау́чно-техни́ческая револю́ция — см. НТР
-
5 подъём
подъём м 1) η ανάβαση, ο ανήφορος 2) (развитие) η άνοδος, η πρόοδος 3) (воодушевление ) ο ενθουσιασμός трудовой \подъём о εργατικός ενθουσιασμός* * *м1) η ανάβαση, ο ανήφορος2) ( развитие) η άνοδος, η πρόοδος3) ( воодушевление) ο ενθουσιασμόςтрудово́й подъём — ο εργατικός ενθουσιασμός
-
6 процветание
процветание с η ανάπτυξη, η πρόοδος η άνθηση (расцвет)* * *сη ανάπτυξη, η πρόοδος η άνθηση ( расцвет) -
7 сдвиг
-
8 прогресс
-а α.πρόοδος, ανάπτυξη•технический прогресс τεχνική πρόοδος•
огромный прогресс τεράστια ανάπτυξη.
-
9 сдвиг
-а α.1. μετατόπιση, μετάθεση, μετακίνηση κατά τι.2. πλησίαση, προσέγγιση.3. μτφ. πρόοδος, εξέλιξη•сдвиг науки πρόοδος της επιστήμης.
|| τάση, ροπή, κλίση. -
10 подвигание
горн. η πρόοδος, το προχώρημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подвигание
-
11 прогресс
η πρόοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогресс
-
12 прогрессия
мат. η πρόοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрессия
-
13 продвижение
η προχώρηση, η προέλαση, η πρόοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продвижение
-
14 развитие
1. (усиление, укрепление, увеличение) η ανάπτυξ/ηэмбриональное - мед. εμβριακή -эмбриональное биол. - εμβριακή -2. (процесс перехода из одного состояния в другое, более совершенное) η εξέλιξη, η πρόοδος 3. (степень чего-л.) η εξέλιξη, το επίπεδοобщественное - κοινωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развитие
-
15 успеваемость
η πρόοδος, η επίδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > успеваемость
-
16 программный
программный: \программныйое управление η προγραμματισμένη διεύθυνση прогресс м η πρόοδος· η άνοδος (подъём)* * *програ́ммное управле́ние — η προγραμματισμένη διεύθυνση
-
17 прогресс
мη πρόοδος; η άνοδος ( подъём) -
18 возрастаниеющий
возрастание||ющий1. прич. от возрастать·2. прил αὐξων, αὐξάνων, ἀναπτυσσόμενος:\возрастаниеющийющая скорость физ. ἡ ἐπιταχυνομένη ταχύτητα· \возрастаниеющийющая прогрессия мат ἡ γεωμετρική πρόοδος. -
19 успеваемость
успеваемостьж ἡ ἐπίδοση [-ις], ἡ πρόοδος. -
20 успех
успе||хм1. ἡ ἐπιτυχία:добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόοδος — 1 going before masc/fem nom sg πρόοδος 2 going on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρόοδος — (proodos) (греч.) см. Μονή. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
πρόοδος — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προοδεύω: Η πρόοδος των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας βοήθησαν πολύ το σύγχρονο άνθρωπο. 2. (μαθημ.), σειρά αριθμών που ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο με την πρόσθεση του ίδιου πάντα αριθμού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόοδον — πρόοδος 1 going before masc/fem acc sg πρόοδος 1 going before neut nom/voc/acc sg πρόοδος 2 going on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδοις — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat pl πρόοδος 2 going on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδου — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen sg πρόοδος 2 going on fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδους — πρόοδος 1 going before masc/fem acc pl πρόοδος 2 going on fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδων — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen pl πρόοδος 2 going on fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόδῳ — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat sg πρόοδος 2 going on fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοδοι — πρόοδος 1 going before masc/fem nom/voc pl πρόοδος 2 going on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)