Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+ποιότητα

  • 41 поиижать

    поииж||ать
    несов
    1. ἐλαττώνω, μειώνω, χαμηλώνω, κατεβάζω:
    \поиижать температуру ἐλαττώνω (или κατεβάζω) τή θερμοκρασία· \поиижать голос χαμηλώνω τή φωνή μου· \поиижать к£чество χειροτερεύω τήν ποιότητα·
    2. (по службе) ὑποβιβάζω.

    Русско-новогреческий словарь > поиижать

  • 42 доброкачественность

    [ντόμπρακάτσιστβιενναστ'] ουσ. θ. καλή ποιότητα

    Русско-греческий новый словарь > доброкачественность

  • 43 качество

    [κάτσιστβα] ουσ. ο. ποιότητα

    Русско-греческий новый словарь > качество

  • 44 недоброкачественность

    [νινταμπρακάτσιστβινναστ'] ουσ. θ. κακή ποιότητα

    Русско-греческий новый словарь > недоброкачественность

  • 45 сорт

    [σόρτ] ουσ. α είδος, ποιότητα

    Русско-греческий новый словарь > сорт

  • 46 доброкачественность

    [ντόμπρακάτσιστβιενναστ'] ουσ θ καλή ποιότητα

    Русско-эллинский словарь > доброкачественность

  • 47 качество

    [κάτσιστβα] ουσ ο ποιότητα

    Русско-эллинский словарь > качество

  • 48 недоброкачественность

    [νινταμπρακάτσιστβινναστ'] ουσ θ κακή ποιότητα

    Русско-эллинский словарь > недоброкачественность

  • 49 сорт

    [σόρτ] ουσ α είδος, ποιότητα

    Русско-эллинский словарь > сорт

  • 50 браковать

    -кую, куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. бракованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.μ.
    (ξε)σκαρτάρω,αποσκορακίζω• ελέγχω την ποιότητα.
    (ξε)σκαρταρίζομαι, αποσκορακιζσμαι.

    Большой русско-греческий словарь > браковать

  • 51 выделка

    θ.
    1. επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα, άργασμα.
    2. ποιότητα δουλειάς•

    хорошая выделка δουλειά καλής ποιότητας.

    Большой русско-греческий словарь > выделка

  • 52 высший

    -ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.
    1. ανώτατος, υπέρτατος•

    -ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•

    -командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•

    -ее начальство η ανώτατη διοίκηση•

    -ая точка το ανώτατο σημείο•

    -ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•

    -ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

    2. ανώτερος•

    -ее образование ανώτερη μόρφωση•

    -ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•

    -ая школа ανώτερη σχολή•

    -ее качество ανώτερη ποιότητα.

    εκφρ.
    высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•
    - ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•
    - ее общество – η ανώτερη κοινωνία•
    в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > высший

  • 53 доброкачественность

    θ.
    η καλή ποιότητα, λαγάρα.

    Большой русско-греческий словарь > доброкачественность

  • 54 доброта

    θ.
    αγαθότητα, αγαθοσύνη, καλοσύνη.
    θ. παλ. καλή ποιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > доброта

  • 55 добротность

    θ.
    καλή ποιότητα• στέρεο πράμα.

    Большой русско-греческий словарь > добротность

  • 56 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 57 качественность

    θ.
    καλή ποιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > качественность

  • 58 класс

    α.
    1. τάξη•

    рабочий класс εργατική τάξη•

    буржуазный класс αστική τάξη•

    класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•

    господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•

    борьбе -ов πάλη των τάξεων.

    || υποδιαίρεση•

    класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•

    класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•

    класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.

    || κατηγορία• θέση•

    вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•

    билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.

    2. σχολική υποδιαίρεση•

    ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.

    || αίθουσα διδασκαλίας•

    ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.

    || παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•

    класс кончился το μάθημα τέλειωσε.

    || πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.
    3. ποιότητα• κατηγορία•

    драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.

    || βαθμίδα•

    водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.

    || υψηλό επίπεδο•

    показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).

    Большой русско-греческий словарь > класс

  • 59 количество

    ουδ.
    ποσότητα, ποσό• αριθμός• πλήθος•

    количество воды ποσότητα νερού•

    деньги в большом -е μεγάλο ποσό χρημάτων•

    большое количество служащих μεγάλος αριθμός υπαλλήλων•

    большое количество людей πλήθος ανθρώπων (λαού)•

    количество переходит в качество (φιλοσ.) η ποσότητα περνά στην ποιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > количество

  • 60 невысокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.
    1. χαμηλός κοντός• βραχύς•

    невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•

    невысокий человек κοντός άνθρωπος.

    2. μικρός, ασήμαντος•

    -ая температура χαμηλή θερμοκρασία•

    -ое давление μικρή πίεση•

    -ая плата χαμηλός μισθός.

    3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•

    -ое качество μέση ποιότητα•

    -ая квалификация μέση ειδίκευση.

    4. ασήμαντος, αναξιόλογος.
    εκφρ.
    - ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•
    невысокий лоб – στενό μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > невысокий

См. также в других словарях:

  • ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… …   Dictionary of Greek

  • ποιότητα — η 1. η φύση, η εσωτερική υπόσταση πράγματος: Ποιότητα υφάσματος. 2. μτφ., για ανθρώπους, ηθική συγκρότηση (ποιόν): Η ποιότητα του ανθρώπου είναι καλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιότητα — ποιότης quality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»