Перевод: с русского на английский

с английского на русский

η+ποιότητα

  • 1 average outgoing quality limit

    abbr. AOQL
    French\ \ qualité moyenne transmise maximale; limite de qualité moyenne après contrôle
    German\ \ Durchschlupfgrenze; grösster Durchschlupf
    Dutch\ \ gemiddelde grens van doorgelaten kwaliteit; maximaal gemiddelde doorgelaten uitvalpercentage
    Italian\ \ limite di accettazione della qualità media in uscita; limite di qualità media risultante
    Spanish\ \ límite de calidad media
    Catalan\ \ limit de qualitat mitjana resultant
    Portuguese\ \ limite de qualidade média à saída
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ gennemsnitlig maksimal udgående kvalitet
    Norwegian\ \ gjennomsnittlig utgående kvalitetsgrense
    Swedish\ \ gräns för genomsnittlig utgående kvalitet, AOQL
    Greek\ \ μέση εξερχόμενη ποιότητα όριο
    Finnish\ \ virheosuuden yläraja
    Hungarian\ \ átlagos kimenõ minõségi határ
    Turkish\ \ ortalama çıkış kalite sınırı; AQL veya OÇKS
    Estonian\ \ keskmine väljundkvaliteedi piir
    Lithuanian\ \ vidutinė išleidimo kokybės riba
    Slovenian\ \ najslabša provprečna izhodna kakovost
    Polish\ \ granica przeciętnej jakości wychodzącej partii
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ meðaltal sendan gæði takmörk
    Euskara\ \ batez besteko irteerako kalitatea muga
    Farsi\ \ h dde keyfiy te khoroojiye mot v set
    Persian-Farsi\ \ حد متوسط کيفيت خروجي
    Arabic\ \ حد متوسط المواصفات المبتعدة
    Afrikaans\ \ gemiddelde uitgaande kwaliteitsperk; gemiddelde deurgelate kwaliteitsperk
    Chinese\ \ 平 均 交 付 质 量 界 限
    Korean\ \ 평균출검품질한계

    Statistical terms > average outgoing quality limit

  • 2 quality of life

    French\ \ qualité de vie
    German\ \ Lebensqualität
    Dutch\ \ kwaliteit van leven
    Italian\ \ qualità della vita
    Spanish\ \ calidad de vida
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ qualidade de vida
    Romanian\ \ calitatea vieţii
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ livskvalitet
    Greek\ \ ποιότητα ζωής
    Finnish\ \ elämänlaatu
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ yaşam kalitesi
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ рівень життя
    Serbian\ \ квалитет живота
    Icelandic\ \ lífsgæði
    Euskara\ \ bizi-kalitatea
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ نوعية الحياة
    Afrikaans\ \ lewenskwaliteit
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 생활의 질(QOL)

    Statistical terms > quality of life

  • 3 quality of official statistics

    French\ \ qualité de la statistique officielle
    German\ \ Qualität amtlicher Statistiken
    Dutch\ \ kwaliteit van de officiële statistiek
    Italian\ \ qualità delle statistiche ufficiali
    Spanish\ \ calidad de las estadísticas oficiales
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ qualidade das estatísticas oficiais
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ η ποιότητα των επίσημων στατιστικών
    Finnish\ \ virallisen tilaston laatu
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ resmi istatistik kalitesi
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ квалитет званичне статистике
    Icelandic\ \ gæði opinberrar tölfræði
    Euskara\ \ estatistika ofizialen kalitatea
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ نوعية الاحصاءات الرسمية
    Afrikaans\ \ kwaliteit van amptelike statistiek
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 공식통계품질

    Statistical terms > quality of official statistics

См. также в других словарях:

  • ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… …   Dictionary of Greek

  • ποιότητα — η 1. η φύση, η εσωτερική υπόσταση πράγματος: Ποιότητα υφάσματος. 2. μτφ., για ανθρώπους, ηθική συγκρότηση (ποιόν): Η ποιότητα του ανθρώπου είναι καλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιότητα — ποιότης quality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»