-
21 инквизиция
-и θ.1. ιερή εξέταση.2. μτφ. βάβανα, βασανιστήρια, μαρτύρια, μαρτυρολδγιο. -
22 исповедание
-я ουδ.1. ομολογία,μαρτυρία, εζαγόρευση, αποκάλυψη. || ερώτηση• εξέταση.2. εξομολόγηση αμαρτιών.3. θρήσκευμα, θρησκεύχίστη. -
23 исповедь
-и θ.1. (εκκλσ.) εξομολόγηση.2. μτφ. αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία, ειλικρινής ομολογία. -
24 истязание
-я ουδ.βασάνισμα, τυράγνισμα. || πλθ. -я φριχτά βασανιστήρια, μαρτύρια. -
25 многозначительность
-и θ.το πολυσήμα-ντον ύπαρξη πολλών σημασιών. || μαρτυρία ή δήλωση πολλών•-ая улыбка χαμόγελο που λέει πολλά.
-
26 мука
-и θ.βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγχος•επιθανάτια αγωνία•-и ревности το βάσανο της ζήλειας•
-и голода το μαρτύριο της πείνας•
-и ожидания η αγωνία αναμονής•
- и ада παλ. τα μαρτύρια της κόλασης•
вечные -и αιώνια βάσανα.
II-и θ. αλεύρι, άλευρο•пшеничная το σιτάλευρο•
кукурузная мука καλαμποκάλευρο, αραβοσιτάλευρο•
ржаная мука σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο•
ячменная мука κριθάλευρο•
картофельная мука πατατάλευρο•
костяная мука οστεάλευρο.
|| σκόνη•мраморная мука μαρμαρόσκονη.
εκφρ.перемелется мука будет – σιγά-σιγά όλα θα γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ η αγουρίδα μέλι. -
27 обличение
-я ουδ.μαστίγωμα, καυτηρίαση• στηλίτευση, αυστηρή κατάκριση, δριμεία επίκριση. || αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία. -
28 опровергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ.:опроверг-ла, -лоρ.σ.μ.διαψεύδω, ανασκευάζω, αντικρούω•опровергнуть слухи διαψεύδω τις φήμες•
-доказательство αντικρούω το επιχείρημα•
свидетельство ανασκευάζω τη μαρτυρία•
опровергнуть самого себя διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου.
|| αναιρώ, ανατρέπω•опровергнуть возведнное обвинение αναιρώ την αποδιδόμενη κατηγορία.
-
29 патент
-а α.1. πατέντα, το ευρεσίτεχνο. || μτφ. μαρτυρία, απόδειξη, τεκμήριο.2. άδεια επιτηδεύματος. || έγγραφο επίσημου διορισμού από αρχή. -
30 показание
-я ουδ.1. ένδειξη• τεκμήριο.2. μαρτυρία, κατάθεση•-я свидетелей καταθέσεις των μαρτύρων.
3. (για όργανα μέτρησης) ένδειξη• δείκτης•показание термометра, барометра ένδειξη του θερμόμετρου, του βαρόμετρου.
-
31 пытка
-ж θ.βασάνισμα, -μός•орудия -и όργανα (μέσα) βασανισμού.
|| πλθ. -и βασανιστήρια, δεινά, μαρτύρια, τα πάθη• μαρτυρολόγιο. || μτφ. βάσανο, μαρτύριο, ψυχική ταλαιπωρία. -
32 свидетельствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•
результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•
-ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.
2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.
3. εξετάζω.εκφρ.свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι. -
33 улика
-и θ.μαρτυρία, απόδειξη•масса улик πλήθος μαρτυριών•
-и найдены μαρτυρίες βρέθηκαν.
-
34 фискальство
-а ουδ.χαφιεδισμός, κατάδοση, μαρτυρία. || παλ. •εποπτεία οικονομική ή δικαιοσύνης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαρτυρία — μαρτυρίᾱ , μαρτυρία testimony fem nom/voc/acc dual μαρτυρίᾱ , μαρτυρία testimony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… … Dictionary of Greek
μαρτυριά — η (Μ μαρτυρία) η μαρτυρία νεοελλ. 1. το μαρτυριάτικο 2. η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος νεοελλ. μσν. φρ. «είμαι στη μαρτυρία» αποκαλύπτω κάποιον μσν. οι πλάκες τού Μωυσή με τις δέκα εντολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρία, με καταβιβασμό… … Dictionary of Greek
μαρτυρίᾳ — μαρτυρίαι , μαρτυρία testimony fem nom/voc pl μαρτυρίᾱͅ , μαρτυρία testimony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρία — η 1. η κατάθεση ενός μάρτυρα στο δικαστήριο: Η μαρτυρία της συνέβαλε ουσιαστικά στην αθώωση του κατηγορουμένου. 2. διαπίστωση, πληροφορία, απόδειξη: Στα κείμενά του βρίσκουμε πολλές μαρτυρίες για την πολιτική κατάσταση της εποχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρτυριά — η η μαρτυρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρτύρια — μαρτύριον testimony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρίας — μαρτυρίᾱς , μαρτυρία testimony fem acc pl μαρτυρίᾱς , μαρτυρία testimony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρίαι — μαρτυρία testimony fem nom/voc pl μαρτυρίᾱͅ , μαρτυρία testimony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρίαν — μαρτυρίᾱν , μαρτυρία testimony fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυριῶν — μαρτυρία testimony fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)