Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+μαρτυρία

  • 21 инквизиция

    θ.
    1. ιερή εξέταση.
    2. μτφ. βάβανα, βασανιστήρια, μαρτύρια, μαρτυρολδγιο.

    Большой русско-греческий словарь > инквизиция

  • 22 исповедание

    ουδ.
    1. ομολογία,μαρτυρία, εζαγόρευση, αποκάλυψη. || ερώτηση• εξέταση.
    2. εξομολόγηση αμαρτιών.
    3. θρήσκευμα, θρησκεύχίστη.

    Большой русско-греческий словарь > исповедание

  • 23 исповедь

    θ.
    1. (εκκλσ.) εξομολόγηση.
    2. μτφ. αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία, ειλικρινής ομολογία.

    Большой русско-греческий словарь > исповедь

  • 24 истязание

    ουδ.
    βασάνισμα, τυράγνισμα. || πλθ. -я φριχτά βασανιστήρια, μαρτύρια.

    Большой русско-греческий словарь > истязание

  • 25 многозначительность

    θ.
    το πολυσήμα-ντον ύπαρξη πολλών σημασιών. || μαρτυρία ή δήλωση πολλών•

    -ая улыбка χαμόγελο που λέει πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > многозначительность

  • 26 мука

    θ.
    βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγχος•
    επιθανάτια αγωνία•

    -и ревности το βάσανο της ζήλειας•

    -и голода το μαρτύριο της πείνας•

    -и ожидания η αγωνία αναμονής•

    - и ада παλ. τα μαρτύρια της κόλασης•

    вечные -и αιώνια βάσανα.

    II
    θ. αλεύρι, άλευρο•

    пшеничная το σιτάλευρο•

    кукурузная мука καλαμποκάλευρο, αραβοσιτάλευρο•

    ржаная мука σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο•

    ячменная мука κριθάλευρο•

    картофельная мука πατατάλευρο•

    костяная мука οστεάλευρο.

    || σκόνη•

    мраморная мука μαρμαρόσκονη.

    εκφρ.
    перемелется мука будет – σιγά-σιγά όλα θα γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ η αγουρίδα μέλι.

    Большой русско-греческий словарь > мука

  • 27 обличение

    ουδ.
    μαστίγωμα, καυτηρίαση• στηλίτευση, αυστηρή κατάκριση, δριμεία επίκριση. || αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία.

    Большой русско-греческий словарь > обличение

  • 28 опровергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ.:опроверг
    -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    διαψεύδω, ανασκευάζω, αντικρούω•

    опровергнуть слухи διαψεύδω τις φήμες•

    -доказательство αντικρούω το επιχείρημα•

    свидетельство ανασκευάζω τη μαρτυρία•

    опровергнуть самого себя διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου.

    || αναιρώ, ανατρέπω•

    опровергнуть возведнное обвинение αναιρώ την αποδιδόμενη κατηγορία.

    Большой русско-греческий словарь > опровергнуть

  • 29 патент

    α.
    1. πατέντα, το ευρεσίτεχνο. || μτφ. μαρτυρία, απόδειξη, τεκμήριο.
    2. άδεια επιτηδεύματος. || έγγραφο επίσημου διορισμού από αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > патент

  • 30 показание

    ουδ.
    1. ένδειξη• τεκμήριο.
    2. μαρτυρία, κατάθεση•

    -я свидетелей καταθέσεις των μαρτύρων.

    3. (για όργανα μέτρησης) ένδειξη• δείκτης•

    показание термометра, барометра ένδειξη του θερμόμετρου, του βαρόμετρου.

    Большой русско-греческий словарь > показание

  • 31 пытка

    θ.
    βασάνισμα, -μός•

    орудия -и όργανα (μέσα) βασανισμού.

    || πλθ. -и βασανιστήρια, δεινά, μαρτύρια, τα πάθη• μαρτυρολόγιο. || μτφ. βάσανο, μαρτύριο, ψυχική ταλαιπωρία.

    Большой русско-греческий словарь > пытка

  • 32 свидетельствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•

    подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•

    результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•

    -ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.

    2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•

    свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.

    3. εξετάζω.
    εκφρ.
    свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.
    1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.
    2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свидетельствовать

  • 33 улика

    θ.
    μαρτυρία, απόδειξη•

    масса улик πλήθος μαρτυριών•

    -и найдены μαρτυρίες βρέθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > улика

  • 34 фискальство

    ουδ.
    χαφιεδισμός, κατάδοση, μαρτυρία. || παλ.
    εποπτεία οικονομική ή δικαιοσύνης.

    Большой русско-греческий словарь > фискальство

См. также в других словарях:

  • μαρτυρία — μαρτυρίᾱ , μαρτυρία testimony fem nom/voc/acc dual μαρτυρίᾱ , μαρτυρία testimony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυριά — η (Μ μαρτυρία) η μαρτυρία νεοελλ. 1. το μαρτυριάτικο 2. η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος νεοελλ. μσν. φρ. «είμαι στη μαρτυρία» αποκαλύπτω κάποιον μσν. οι πλάκες τού Μωυσή με τις δέκα εντολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρία, με καταβιβασμό… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυρίᾳ — μαρτυρίαι , μαρτυρία testimony fem nom/voc pl μαρτυρίᾱͅ , μαρτυρία testimony fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτυρία — η 1. η κατάθεση ενός μάρτυρα στο δικαστήριο: Η μαρτυρία της συνέβαλε ουσιαστικά στην αθώωση του κατηγορουμένου. 2. διαπίστωση, πληροφορία, απόδειξη: Στα κείμενά του βρίσκουμε πολλές μαρτυρίες για την πολιτική κατάσταση της εποχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρτυριά — η η μαρτυρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρτύρια — μαρτύριον testimony neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτυρίας — μαρτυρίᾱς , μαρτυρία testimony fem acc pl μαρτυρίᾱς , μαρτυρία testimony fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτυρίαι — μαρτυρία testimony fem nom/voc pl μαρτυρίᾱͅ , μαρτυρία testimony fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτυρίαν — μαρτυρίᾱν , μαρτυρία testimony fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτυριῶν — μαρτυρία testimony fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»