Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+καρυδιά

  • 21 калёный

    επ.
    1. πυρακτωμένος.
    2. ψημένος•

    -ые семечки ψημένα σπόρια•

    -ые орхи ψημένα καρύδια.

    3. ατσαλωμένος, χαλυβδωμένος.
    εκφρ.
    - ым железом выжечь – καταστρέφω δια πυρός και σιδήρου

    Большой русско-греческий словарь > калёный

  • 22 колоть

    коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•

    колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•

    - ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.

    || μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•

    колоть барана σφάζω το πρόβατο.

    2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•
    правда глаза -етπαρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.
    κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•

    ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).

    колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -о
    ρ.δ.μ.
    σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•

    колоть дрова σχίζω ξύλα•

    колоть орехи σπάζω καρύδια•

    колоть лёд σπάζω τον πάγο.

    σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος.

    Большой русско-греческий словарь > колоть

  • 23 лузгать

    ρ.δ. μ. (απλ.) ξεφλουδίζω,αποφλοιώνω, εκλεπίζω, εκπυρηνίζω•

    лузгать семечки ξεφλουδίζω τα σπόρια•

    лузгать орехи ξεφλουδίζω τα καρύδια.

    Большой русско-греческий словарь > лузгать

  • 24 мелкий

    επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.
    1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•

    мелкий песок ψιλός άμμος•

    мелкий дождь ψιλή βροχή•

    мелкий снег κοκκορόχιονο;

    μικρός, ολιγάριθμος•

    -ие группы μικρές ομάδες.

    2. μικρού μεγέθους•

    -ая рыба μικρό ψάρι•

    -ие орехи μικρά καρύδια•

    -ие кусочки μικρά κομματάκια•

    -ие морщины μικρές ρυτίδες•

    мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•

    -ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•

    мелкий мещанин μικροαστός•

    мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•

    -ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•

    мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий

    мелкий торговля το μικρεμπόριο.
    3. αβαθής, ρηχός•

    -ая река άβαθο ποτάμι•

    -ая тарелка ρηχό πιάτο.

    εκφρ.
    - ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•
    - ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο.

    Большой русско-греческий словарь > мелкий

  • 25 насовать

    -сую, -сушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насованный, βρ: -вал, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω, χώνω•

    насовать полный карман орехов γεμίζω μια τσέπη με καρύδια•

    насовать конфет во все карманы βάζω καραμέλες σ όλες τις τσέπες.

    2. (απλ.) γροθοκοπώ, δίνω γροθιές, μπουνιές, ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > насовать

  • 26 ореховый

    επ.
    καρυδένιος, κάρυνος•

    -ая кожура καρυδόφλουδα•

    -ое дерево η καρυδιά.

    || από ξύλο καρυδιάς•

    -ая мебель κάρυνο έπιπλο.

    || -ые πλθ. τα καρυοειδή.

    Большой русско-греческий словарь > ореховый

  • 27 переколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καρφιτσώνω αλλιώς ή αλλού.
    2. κατατρυπώ•

    переколоть пальцы иголкой κατατρυπώ τα δάχτυλα με το βελόνι.

    3. τρυπώ, σουβλίζω, θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω.
    κατατρυπιέμαι•

    переколоть о колючую проволку κατατρυπιέμαι στο αγκαθωτό σύρμα.

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. пе-реколбть1)• σπάζω, θραύω (όλα, πολλά)•

    переколоть все орехи σπάζω όλα τα καρύδια.

    Большой русско-греческий словарь > переколоть

  • 28 расколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχίζω με χτύπημα•

    расколоть дрова σχίζω καυσόξυλα.

    || σπάζω, θραύω•

    расколоть орехи σπάζω καρύδια.

    2. μτφ. διασπώ•

    расколоть единстве διασπώ την ενότητα.

    1. σχίζομαι (με χτύπημα)•

    полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε.

    || θραύομαι, σπάζω•

    орех -лся το καρύδι έσπασε.

    2. μτφ. διασπώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расколоть

  • 29 расщёлкать

    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω•

    расщёлкать орехи σπάζω καρύδια.

    2. μτφ. κριτικάρω αυστηρά, αλύπητα.
    κελαηδώ, τετερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > расщёлкать

См. также в других словарях:

  • καρυδιά — Δέντρο της οικογένειας των γιουγλανδιδών (δικοτυλήδονα). Ως τόπος καταγωγής της αναφέρεται η Ασία· ωστόσο, η άγρια κ. βρίσκεται αυτοφυής στα όρη της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας, καθώς και σε όλες τις χώρες που εκτείνονται από τη …   Dictionary of Greek

  • καρυδιά — η το δέντρο καρυδιά και το ξύλο της: Οι καρυδιές έχουν χοντρούς κορμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρύδια κόλας — Φαρμακευτική δρόγη, που προέρχεται από τα σπέρματα φυτών του γένους κόλα (κυρίως από την κόλα την ακιδωτή) της τροπικής Αφρικής. Αν και δεν συνηθίζεται πλέον, χρησιμοποιείται ωστόσο ακόμα και από τους ιθαγενείς ως διεγερτικό και κατά της κόπωσης …   Dictionary of Greek

  • καρύδια — καρύ̱δια , καρύδιον small nut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυδάτος — η, ο (Μ καρυδᾱτος, η, ον) νεοελλ. 1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού 2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι. επίρρ... καρυδάτα (Μ) με… …   Dictionary of Greek

  • αρράβδιστος — η, ο 1. (για δέντρο) αυτό που δεν έχει ραβδιστεί για να πέσουν οι καρποί του («καρυδιά ή ελιά αρράβδιστη») 2. (για καρπό) αυτός που δεν έχει μαζευτεί με ραβδισμό («καρύδια αράβδιστα») …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • θεοβρωμίνη — Αλκαλοειδής βάση του τύπου C7H2Ο2N4. Περιέχεται στους σπόρους του καρπού του κακαόδεντρου και στα καρύδια του φυτού κόλα. Παρασκευάζεται επίσης και συνθετικά. Οι πρώτες ύλες (σπόροι και καρύδια) κατεργάζονται με οξείδιο του ασβεστίου και με… …   Dictionary of Greek

  • καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»