Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

η+καρυδιά

См. также в других словарях:

  • καρυδιά — Δέντρο της οικογένειας των γιουγλανδιδών (δικοτυλήδονα). Ως τόπος καταγωγής της αναφέρεται η Ασία· ωστόσο, η άγρια κ. βρίσκεται αυτοφυής στα όρη της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας, καθώς και σε όλες τις χώρες που εκτείνονται από τη …   Dictionary of Greek

  • καρυδιά — η το δέντρο καρυδιά και το ξύλο της: Οι καρυδιές έχουν χοντρούς κορμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρύδια κόλας — Φαρμακευτική δρόγη, που προέρχεται από τα σπέρματα φυτών του γένους κόλα (κυρίως από την κόλα την ακιδωτή) της τροπικής Αφρικής. Αν και δεν συνηθίζεται πλέον, χρησιμοποιείται ωστόσο ακόμα και από τους ιθαγενείς ως διεγερτικό και κατά της κόπωσης …   Dictionary of Greek

  • καρύδια — καρύ̱δια , καρύδιον small nut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυδάτος — η, ο (Μ καρυδᾱτος, η, ον) νεοελλ. 1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού 2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι. επίρρ... καρυδάτα (Μ) με… …   Dictionary of Greek

  • αρράβδιστος — η, ο 1. (για δέντρο) αυτό που δεν έχει ραβδιστεί για να πέσουν οι καρποί του («καρυδιά ή ελιά αρράβδιστη») 2. (για καρπό) αυτός που δεν έχει μαζευτεί με ραβδισμό («καρύδια αράβδιστα») …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • θεοβρωμίνη — Αλκαλοειδής βάση του τύπου C7H2Ο2N4. Περιέχεται στους σπόρους του καρπού του κακαόδεντρου και στα καρύδια του φυτού κόλα. Παρασκευάζεται επίσης και συνθετικά. Οι πρώτες ύλες (σπόροι και καρύδια) κατεργάζονται με οξείδιο του ασβεστίου και με… …   Dictionary of Greek

  • καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»